Ancient Greek-English Dictionary Language

καταζάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: καταζάω καταζήσω

Structure: κατα (Prefix) + ζά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to live on

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατάζω κατάζᾳς κατάζᾳ
Dual κατάζᾱτον κατάζᾱτον
Plural κατάζωμεν κατάζᾱτε κατάζωσιν*
SubjunctiveSingular κατάζω κατάζῃς κατάζῃ
Dual κατάζητον κατάζητον
Plural κατάζωμεν κατάζητε κατάζωσιν*
OptativeSingular κατάζῳμι κατάζῳς κατάζῳ
Dual κατάζῳτον καταζῷτην
Plural κατάζῳμεν κατάζῳτε κατάζῳεν
ImperativeSingular κατάζᾱ καταζᾶτω
Dual κατάζᾱτον καταζᾶτων
Plural κατάζᾱτε καταζῶντων, καταζᾶτωσαν
Infinitive κατάζᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταζων καταζωντος καταζωσα καταζωσης καταζων καταζωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατάζωμαι κατάζᾳ κατάζᾱται
Dual κατάζᾱσθον κατάζᾱσθον
Plural καταζῶμεθα κατάζᾱσθε κατάζωνται
SubjunctiveSingular κατάζωμαι κατάζῃ κατάζηται
Dual κατάζησθον κατάζησθον
Plural καταζώμεθα κατάζησθε κατάζωνται
OptativeSingular καταζῷμην κατάζῳο κατάζῳτο
Dual κατάζῳσθον καταζῷσθην
Plural καταζῷμεθα κατάζῳσθε κατάζῳντο
ImperativeSingular κατάζω καταζᾶσθω
Dual κατάζᾱσθον καταζᾶσθων
Plural κατάζᾱσθε καταζᾶσθων, καταζᾶσθωσαν
Infinitive κατάζᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταζωμενος καταζωμενου καταζωμενη καταζωμενης καταζωμενον καταζωμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to live on

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION