헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμηνύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμηνύω καταμηνύσω

형태분석: κατα (접두사) + μηνύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가리키다, 알리다, 알게 하다, 지적하다
  1. to point out, make known, indicate
  2. to inform against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμηνύω

(나는) 가리킨다

καταμηνύεις

(너는) 가리킨다

καταμηνύει

(그는) 가리킨다

쌍수 καταμηνύετον

(너희 둘은) 가리킨다

καταμηνύετον

(그 둘은) 가리킨다

복수 καταμηνύομεν

(우리는) 가리킨다

καταμηνύετε

(너희는) 가리킨다

καταμηνύουσιν*

(그들은) 가리킨다

접속법단수 καταμηνύω

(나는) 가리키자

καταμηνύῃς

(너는) 가리키자

καταμηνύῃ

(그는) 가리키자

쌍수 καταμηνύητον

(너희 둘은) 가리키자

καταμηνύητον

(그 둘은) 가리키자

복수 καταμηνύωμεν

(우리는) 가리키자

καταμηνύητε

(너희는) 가리키자

καταμηνύωσιν*

(그들은) 가리키자

기원법단수 καταμηνύοιμι

(나는) 가리키기를 (바라다)

καταμηνύοις

(너는) 가리키기를 (바라다)

καταμηνύοι

(그는) 가리키기를 (바라다)

쌍수 καταμηνύοιτον

(너희 둘은) 가리키기를 (바라다)

καταμηνυοίτην

(그 둘은) 가리키기를 (바라다)

복수 καταμηνύοιμεν

(우리는) 가리키기를 (바라다)

καταμηνύοιτε

(너희는) 가리키기를 (바라다)

καταμηνύοιεν

(그들은) 가리키기를 (바라다)

명령법단수 καταμήνυε

(너는) 가리켜라

καταμηνυέτω

(그는) 가리켜라

쌍수 καταμηνύετον

(너희 둘은) 가리켜라

καταμηνυέτων

(그 둘은) 가리켜라

복수 καταμηνύετε

(너희는) 가리켜라

καταμηνυόντων, καταμηνυέτωσαν

(그들은) 가리켜라

부정사 καταμηνύειν

가리키는 것

분사 남성여성중성
καταμηνυων

καταμηνυοντος

καταμηνυουσα

καταμηνυουσης

καταμηνυον

καταμηνυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμηνύομαι

(나는) 가리켜진다

καταμηνύει, καταμηνύῃ

(너는) 가리켜진다

καταμηνύεται

(그는) 가리켜진다

쌍수 καταμηνύεσθον

(너희 둘은) 가리켜진다

καταμηνύεσθον

(그 둘은) 가리켜진다

복수 καταμηνυόμεθα

(우리는) 가리켜진다

καταμηνύεσθε

(너희는) 가리켜진다

καταμηνύονται

(그들은) 가리켜진다

접속법단수 καταμηνύωμαι

(나는) 가리켜지자

καταμηνύῃ

(너는) 가리켜지자

καταμηνύηται

(그는) 가리켜지자

쌍수 καταμηνύησθον

(너희 둘은) 가리켜지자

καταμηνύησθον

(그 둘은) 가리켜지자

복수 καταμηνυώμεθα

(우리는) 가리켜지자

καταμηνύησθε

(너희는) 가리켜지자

καταμηνύωνται

(그들은) 가리켜지자

기원법단수 καταμηνυοίμην

(나는) 가리켜지기를 (바라다)

καταμηνύοιο

(너는) 가리켜지기를 (바라다)

καταμηνύοιτο

(그는) 가리켜지기를 (바라다)

쌍수 καταμηνύοισθον

(너희 둘은) 가리켜지기를 (바라다)

καταμηνυοίσθην

(그 둘은) 가리켜지기를 (바라다)

복수 καταμηνυοίμεθα

(우리는) 가리켜지기를 (바라다)

καταμηνύοισθε

(너희는) 가리켜지기를 (바라다)

καταμηνύοιντο

(그들은) 가리켜지기를 (바라다)

명령법단수 καταμηνύου

(너는) 가리켜져라

καταμηνυέσθω

(그는) 가리켜져라

쌍수 καταμηνύεσθον

(너희 둘은) 가리켜져라

καταμηνυέσθων

(그 둘은) 가리켜져라

복수 καταμηνύεσθε

(너희는) 가리켜져라

καταμηνυέσθων, καταμηνυέσθωσαν

(그들은) 가리켜져라

부정사 καταμηνύεσθαι

가리켜지는 것

분사 남성여성중성
καταμηνυομενος

καταμηνυομενου

καταμηνυομενη

καταμηνυομενης

καταμηνυομενον

καταμηνυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμηνύσω

(나는) 가리키겠다

καταμηνύσεις

(너는) 가리키겠다

καταμηνύσει

(그는) 가리키겠다

쌍수 καταμηνύσετον

(너희 둘은) 가리키겠다

καταμηνύσετον

(그 둘은) 가리키겠다

복수 καταμηνύσομεν

(우리는) 가리키겠다

καταμηνύσετε

(너희는) 가리키겠다

καταμηνύσουσιν*

(그들은) 가리키겠다

기원법단수 καταμηνύσοιμι

(나는) 가리키겠기를 (바라다)

καταμηνύσοις

(너는) 가리키겠기를 (바라다)

καταμηνύσοι

(그는) 가리키겠기를 (바라다)

쌍수 καταμηνύσοιτον

(너희 둘은) 가리키겠기를 (바라다)

καταμηνυσοίτην

(그 둘은) 가리키겠기를 (바라다)

복수 καταμηνύσοιμεν

(우리는) 가리키겠기를 (바라다)

καταμηνύσοιτε

(너희는) 가리키겠기를 (바라다)

καταμηνύσοιεν

(그들은) 가리키겠기를 (바라다)

부정사 καταμηνύσειν

가리킬 것

분사 남성여성중성
καταμηνυσων

καταμηνυσοντος

καταμηνυσουσα

καταμηνυσουσης

καταμηνυσον

καταμηνυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμηνύσομαι

(나는) 가리켜지겠다

καταμηνύσει, καταμηνύσῃ

(너는) 가리켜지겠다

καταμηνύσεται

(그는) 가리켜지겠다

쌍수 καταμηνύσεσθον

(너희 둘은) 가리켜지겠다

καταμηνύσεσθον

(그 둘은) 가리켜지겠다

복수 καταμηνυσόμεθα

(우리는) 가리켜지겠다

καταμηνύσεσθε

(너희는) 가리켜지겠다

καταμηνύσονται

(그들은) 가리켜지겠다

기원법단수 καταμηνυσοίμην

(나는) 가리켜지겠기를 (바라다)

καταμηνύσοιο

(너는) 가리켜지겠기를 (바라다)

καταμηνύσοιτο

(그는) 가리켜지겠기를 (바라다)

쌍수 καταμηνύσοισθον

(너희 둘은) 가리켜지겠기를 (바라다)

καταμηνυσοίσθην

(그 둘은) 가리켜지겠기를 (바라다)

복수 καταμηνυσοίμεθα

(우리는) 가리켜지겠기를 (바라다)

καταμηνύσοισθε

(너희는) 가리켜지겠기를 (바라다)

καταμηνύσοιντο

(그들은) 가리켜지겠기를 (바라다)

부정사 καταμηνύσεσθαι

가리켜질 것

분사 남성여성중성
καταμηνυσομενος

καταμηνυσομενου

καταμηνυσομενη

καταμηνυσομενης

καταμηνυσομενον

καταμηνυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμήνυον

(나는) 가리키고 있었다

κατεμήνυες

(너는) 가리키고 있었다

κατεμήνυεν*

(그는) 가리키고 있었다

쌍수 κατεμηνύετον

(너희 둘은) 가리키고 있었다

κατεμηνυέτην

(그 둘은) 가리키고 있었다

복수 κατεμηνύομεν

(우리는) 가리키고 있었다

κατεμηνύετε

(너희는) 가리키고 있었다

κατεμήνυον

(그들은) 가리키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμηνυόμην

(나는) 가리켜지고 있었다

κατεμηνύου

(너는) 가리켜지고 있었다

κατεμηνύετο

(그는) 가리켜지고 있었다

쌍수 κατεμηνύεσθον

(너희 둘은) 가리켜지고 있었다

κατεμηνυέσθην

(그 둘은) 가리켜지고 있었다

복수 κατεμηνυόμεθα

(우리는) 가리켜지고 있었다

κατεμηνύεσθε

(너희는) 가리켜지고 있었다

κατεμηνύοντο

(그들은) 가리켜지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ ἡμῖν, ὦ Ἀλήθεια, ἐν δέοντι συνδικάζοισ ἂν καὶ καταμηνύοισ ἕκαστα. (Lucian, Piscator, (no name) 17:3)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 17:3)

  • αὕτη δ’ ἡ φιλεργία τὴν σωφροσύνην αὐτῆσ καταμηνύει· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 17 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 17 3:2)

  • μόνοσ γὰρ οὗτοσ, ὡσ ἐοίκε, κατεμήνυε τῷ χαλκῷ τὸ ἦθοσ αὐτοῦ καὶ συνεξέφαινε τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 2 12:3)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 2 12:3)

  • μόνοσ γὰρ οὗτοσ, ὡσ ἐοίκε, κατεμήνυε τῷ χαλκῷ τὸ ἦθοσ αὐτοῦ καὶ συνεξέφερε τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 2 4:3)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 2 4:3)

  • ἀλλ’ ἐνταῦθα πάλιν καταμηνύεισ ὑπὲρ ὧν ἐτίθεισ· (Demosthenes, Speeches 21-30, 92:4)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 92:4)

유의어

  1. 가리키다

  2. to inform against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION