헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταλήγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταλήγω καταλήξω

형태분석: κατα (접두사) + λήγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 멈추다, 끝내다, 중지하다, 정지하다, 그만두다, 정지시키다, 중단하다
  1. to leave off, end, stop, will, cease?, the limits

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλήγω

(나는) 멈춘다

καταλήγεις

(너는) 멈춘다

καταλήγει

(그는) 멈춘다

쌍수 καταλήγετον

(너희 둘은) 멈춘다

καταλήγετον

(그 둘은) 멈춘다

복수 καταλήγομεν

(우리는) 멈춘다

καταλήγετε

(너희는) 멈춘다

καταλήγουσιν*

(그들은) 멈춘다

접속법단수 καταλήγω

(나는) 멈추자

καταλήγῃς

(너는) 멈추자

καταλήγῃ

(그는) 멈추자

쌍수 καταλήγητον

(너희 둘은) 멈추자

καταλήγητον

(그 둘은) 멈추자

복수 καταλήγωμεν

(우리는) 멈추자

καταλήγητε

(너희는) 멈추자

καταλήγωσιν*

(그들은) 멈추자

기원법단수 καταλήγοιμι

(나는) 멈추기를 (바라다)

καταλήγοις

(너는) 멈추기를 (바라다)

καταλήγοι

(그는) 멈추기를 (바라다)

쌍수 καταλήγοιτον

(너희 둘은) 멈추기를 (바라다)

καταληγοίτην

(그 둘은) 멈추기를 (바라다)

복수 καταλήγοιμεν

(우리는) 멈추기를 (바라다)

καταλήγοιτε

(너희는) 멈추기를 (바라다)

καταλήγοιεν

(그들은) 멈추기를 (바라다)

명령법단수 καταλήγε

(너는) 멈추어라

καταληγέτω

(그는) 멈추어라

쌍수 καταλήγετον

(너희 둘은) 멈추어라

καταληγέτων

(그 둘은) 멈추어라

복수 καταλήγετε

(너희는) 멈추어라

καταληγόντων, καταληγέτωσαν

(그들은) 멈추어라

부정사 καταλήγειν

멈추는 것

분사 남성여성중성
καταληγων

καταληγοντος

καταληγουσα

καταληγουσης

καταληγον

καταληγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλήγομαι

(나는) 멈춰진다

καταλήγει, καταλήγῃ

(너는) 멈춰진다

καταλήγεται

(그는) 멈춰진다

쌍수 καταλήγεσθον

(너희 둘은) 멈춰진다

καταλήγεσθον

(그 둘은) 멈춰진다

복수 καταληγόμεθα

(우리는) 멈춰진다

καταλήγεσθε

(너희는) 멈춰진다

καταλήγονται

(그들은) 멈춰진다

접속법단수 καταλήγωμαι

(나는) 멈춰지자

καταλήγῃ

(너는) 멈춰지자

καταλήγηται

(그는) 멈춰지자

쌍수 καταλήγησθον

(너희 둘은) 멈춰지자

καταλήγησθον

(그 둘은) 멈춰지자

복수 καταληγώμεθα

(우리는) 멈춰지자

καταλήγησθε

(너희는) 멈춰지자

καταλήγωνται

(그들은) 멈춰지자

기원법단수 καταληγοίμην

(나는) 멈춰지기를 (바라다)

καταλήγοιο

(너는) 멈춰지기를 (바라다)

καταλήγοιτο

(그는) 멈춰지기를 (바라다)

쌍수 καταλήγοισθον

(너희 둘은) 멈춰지기를 (바라다)

καταληγοίσθην

(그 둘은) 멈춰지기를 (바라다)

복수 καταληγοίμεθα

(우리는) 멈춰지기를 (바라다)

καταλήγοισθε

(너희는) 멈춰지기를 (바라다)

καταλήγοιντο

(그들은) 멈춰지기를 (바라다)

명령법단수 καταλήγου

(너는) 멈춰져라

καταληγέσθω

(그는) 멈춰져라

쌍수 καταλήγεσθον

(너희 둘은) 멈춰져라

καταληγέσθων

(그 둘은) 멈춰져라

복수 καταλήγεσθε

(너희는) 멈춰져라

καταληγέσθων, καταληγέσθωσαν

(그들은) 멈춰져라

부정사 καταλήγεσθαι

멈춰지는 것

분사 남성여성중성
καταληγομενος

καταληγομενου

καταληγομενη

καταληγομενης

καταληγομενον

καταληγομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλήξω

(나는) 멈추겠다

καταλήξεις

(너는) 멈추겠다

καταλήξει

(그는) 멈추겠다

쌍수 καταλήξετον

(너희 둘은) 멈추겠다

καταλήξετον

(그 둘은) 멈추겠다

복수 καταλήξομεν

(우리는) 멈추겠다

καταλήξετε

(너희는) 멈추겠다

καταλήξουσιν*

(그들은) 멈추겠다

기원법단수 καταλήξοιμι

(나는) 멈추겠기를 (바라다)

καταλήξοις

(너는) 멈추겠기를 (바라다)

καταλήξοι

(그는) 멈추겠기를 (바라다)

쌍수 καταλήξοιτον

(너희 둘은) 멈추겠기를 (바라다)

καταληξοίτην

(그 둘은) 멈추겠기를 (바라다)

복수 καταλήξοιμεν

(우리는) 멈추겠기를 (바라다)

καταλήξοιτε

(너희는) 멈추겠기를 (바라다)

καταλήξοιεν

(그들은) 멈추겠기를 (바라다)

부정사 καταλήξειν

멈출 것

분사 남성여성중성
καταληξων

καταληξοντος

καταληξουσα

καταληξουσης

καταληξον

καταληξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλήξομαι

(나는) 멈춰지겠다

καταλήξει, καταλήξῃ

(너는) 멈춰지겠다

καταλήξεται

(그는) 멈춰지겠다

쌍수 καταλήξεσθον

(너희 둘은) 멈춰지겠다

καταλήξεσθον

(그 둘은) 멈춰지겠다

복수 καταληξόμεθα

(우리는) 멈춰지겠다

καταλήξεσθε

(너희는) 멈춰지겠다

καταλήξονται

(그들은) 멈춰지겠다

기원법단수 καταληξοίμην

(나는) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταλήξοιο

(너는) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταλήξοιτο

(그는) 멈춰지겠기를 (바라다)

쌍수 καταλήξοισθον

(너희 둘은) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταληξοίσθην

(그 둘은) 멈춰지겠기를 (바라다)

복수 καταληξοίμεθα

(우리는) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταλήξοισθε

(너희는) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταλήξοιντο

(그들은) 멈춰지겠기를 (바라다)

부정사 καταλήξεσθαι

멈춰질 것

분사 남성여성중성
καταληξομενος

καταληξομενου

καταληξομενη

καταληξομενης

καταληξομενον

καταληξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέληγον

(나는) 멈추고 있었다

κατέληγες

(너는) 멈추고 있었다

κατέληγεν*

(그는) 멈추고 있었다

쌍수 κατελήγετον

(너희 둘은) 멈추고 있었다

κατεληγέτην

(그 둘은) 멈추고 있었다

복수 κατελήγομεν

(우리는) 멈추고 있었다

κατελήγετε

(너희는) 멈추고 있었다

κατέληγον

(그들은) 멈추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεληγόμην

(나는) 멈춰지고 있었다

κατελήγου

(너는) 멈춰지고 있었다

κατελήγετο

(그는) 멈춰지고 있었다

쌍수 κατελήγεσθον

(너희 둘은) 멈춰지고 있었다

κατεληγέσθην

(그 둘은) 멈춰지고 있었다

복수 κατεληγόμεθα

(우리는) 멈춰지고 있었다

κατελήγεσθε

(너희는) 멈춰지고 있었다

κατελήγοντο

(그들은) 멈춰지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸ μὲν πλησίον ὄροσ Δῆλοσ καλεῖται, καὶ πρὸσ αὐτὸ καταλήγουσιν αἱ τοῦ Μέλανοσ διαχύσεισ, ὀπίσω δὲ τοῦ ναοῦ δύο ῥήγνυνται πηγαὶ γλυκύτητι καὶ πλήθει καὶ ψυχρότητι θαυμαστοῦ νάματοσ, ὧν τὸ μὲν Φοίνικα, τὸ δὲ Ἐλαίαν ἄχρι νῦν ὀνομάζομεν, οὐ φυτῶν μεταξὺ δυεῖν, ἀλλὰ ῥείθρων τῆσ θεοῦ λοχευθείσησ. (Plutarch, Pelopidas, chapter 16 3:3)

    (플루타르코스, Pelopidas, chapter 16 3:3)

  • ὑφ’ ὧν ἐμβαλλόντων μὲν προωθουμένην ἀνοιδεῖν τὴν Ἀτλαντικὴν θάλασσαν, καὶ πατασκευάζειν τὴν πλήμμυραν, καταληγόντων δ’ ἀντιπερισπωμένην ὑποβαίνειν, ὅπερ εἶναι τὴν ἄμπωτιν. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 2:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 3, 2:1)

  • διὰ τοῦτο αἰσχρόν ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ ἄρχεσθαι καὶ καταλήγειν ὅπου καὶ τὰ ἄλογα, ἀλλὰ μᾶλλον ἔνθεν μὲν ἄρχεσθαι, καταλήγειν δὲ ἐφ’ ὃ κατέληξεν ἐφ’ ἡμῶν καὶ ἡ φύσισ. (Epictetus, Works, book 1, 20:1)

    (에픽테토스, Works, book 1, 20:1)

  • ὅτι οὐδέποτε τούτου ἕνεκα ἀνέγνωμεν, οὐδέποτε τούτου ἕνεκα ἐγράψαμεν, ἵν’ ἐπὶ τῶν ἔργων κατὰ φύσιν χρώμεθα ταῖσ προσπιπτούσαισ φαντασίαισ, ἀλλ’ αὐτοῦ καταλήγομεν μαθεῖν, τί λέγεται, καὶ ἄλλῳ δύνασθαι ἐξηγήσασθαι, τὸν συλλογισμὸν ἀναλῦσαι καὶ τὸν ὑποθετικὸν ἐφοδεῦσαι. (Epictetus, Works, book 4, 14:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 14:1)

유의어

  1. 멈추다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION