Ancient Greek-English Dictionary Language

καταφερής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καταφερής καταφερές

Structure: καταφερη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: fe/romai

Sense

  1. going down, near setting, sloping downwards
  2. inclined

Examples

  • ἐπιτρόχαλοσ δή τισ γίνεται καὶ καταφερὴσ ἡ ῥύσισ τῆσ λέξεωσ, ὥσπερ κατὰ πρανοῦσ φερόμενα χωρίου νάματα μηδενὸσ αὐτοῖσ ἀντικρούοντοσ, καὶ διαρρεῖ διὰ τῆσ ἀκοῆσ ἡδέωσ πωσ καὶ ἀσπαστῶσ οὐδὲν ἧττον ἢ τὰ δι’ ᾠδῆσ καὶ ὀργάνου μουσωθέντα κρούματα καὶ μέλη. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 40 2:4)
  • "ἦν δ’ οὗτοσ ἀνὴρ πρὸσ ἀφροδίσια πάνυ καταφερήσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 55 1:26)
  • ἦν δὲ καὶ πρόσ οἶνον ἧττον ἢ ἐδόκει καταφερήσ. (Plutarch, Alexander, chapter 23 1:1)
  • ἐγένετο δὲ καὶ πρὸσ τὰ ἀφροδίσια καταφερήσ, ὡσ ὑποπάστῳ παρειλκυσμένῳ ἐν τῇ κοίτῃ χρῆσθαι, κρόκῳ διάβροχον ἔχοντα τὸ προσκεφάλαιον. (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 41:4)
  • Περὶ οὗ δὲ ὁ λόγοσ ἐστὶν, οὔτε ἐκτανύειν δύνανται, ὥσπερ ἤδη εἴρηται‧ βραχύτερόν τε τὸ σκέλοσ φαίνεται διὰ δισσὰσ προφάσιασ, ὅτι τε οὐκ ἐκτανύεται, ὅτι τε πρὸσ τὴν σάρκα ὠλίσθηκε τὴν τοῦ πυγαίου‧ ἡ γὰρ φύσισ τοῦ ἰσχίου τοῦ ὀστέου ταύτῃ, ᾗ καὶ ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ μηροῦ γίνεται, ὅταν δὲ ἐξαρθρήσῃ, καταφερὴσ πέφυκεν ἐπὶ τοῦ πυγαίου τὸ ἔξω μέροσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 57.4)

Synonyms

  1. inclined

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION