Ancient Greek-English Dictionary Language

καλοκἀγαθικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καλοκἀγαθικός καλοκἀγαθική καλοκἀγαθικόν

Structure: καλοκἀγαθικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from kaloka)gaqo/s

Sense

  1. beseeming a kalo\s ka)gaqo/s, honourable
  2. inclined to

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐκφανέστατον δὲ καὶ μέγιστον δεῖγμα περὶ τοῦ τί δύναται προαίρεσισ καλοκἀγαθικὴ καὶ πίστισ, τὸ πάντασ Κρηταιεῖσ συμφρονήσαντασ καὶ τῆσ αὐτῆσ μετασχόντασ συμμαχίασ ἕνα προστάτην ἑλέσθαι τῆσ νήσου Φίλιππον, καὶ ταῦτα συντελεσθῆναι χωρὶσ ὅπλων καὶ κινδύνων, ὃ πρότερον οὐ ῥᾳδίωσ ἂν εὑρ́οι τισ γεγονόσ. (Polybius, Histories, book 7, chapter 11 9:1)
  • πρᾷοσ γὰρ ὢν φύσει καὶ καλοκαγαθικὸσ τὸν τρόπον ὁ Ἀριστείδησ, καὶ πολιτευόμενοσ οὐ πρὸσ χάριν οὐδὲ πρὸσ δόξαν, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ βελτίστου μετὰ ἀσφαλείασ καὶ δικαιοσύνησ, ἠναγκάζετο τῷ Θεμιστοκλεῖ τὸν δῆμον ἐπὶ πολλὰ κινοῦντι καὶ μεγάλασ ἐπιφέροντι καινοτομίασ ἐναντιοῦσθαι πολλάκισ, ἐνιστάμενοσ αὐτοῦ πρὸσ τὴν αὔξησιν. (Plutarch, , chapter 3 2:3)

Synonyms

  1. inclined to

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION