헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδρομή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδρομή

형태분석: καταδρομ (어간) + η (어미)

어원: katadramei=n

  1. 독설, 침해, 침략, 잠식, 남용
  1. an inroad, raid, a vehement attack, invective

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καταδρομή

독설이

καταδρομᾱ́

독설들이

καταδρομαί

독설들이

속격 καταδρομῆς

독설의

καταδρομαῖν

독설들의

καταδρομῶν

독설들의

여격 καταδρομῇ

독설에게

καταδρομαῖν

독설들에게

καταδρομαῖς

독설들에게

대격 καταδρομήν

독설을

καταδρομᾱ́

독설들을

καταδρομᾱ́ς

독설들을

호격 καταδρομή

독설아

καταδρομᾱ́

독설들아

καταδρομαί

독설들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καταδρομῆσ γὰρ γενομένησ τῶν φυγάδων, <οἳ> οὐ μόνον ἐνθάδε ὅ τι οἱοῖ τ’ ἦσαν κακὸν εἰργάζοντο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ τείχουσ ἔφερον καὶ ἦγον ὑμᾶσ, ἐξελάσασ ἐκ τῶν ἄλλων ἱππέων ἕνα ἀπέκτεινεν. (Lysias, Speeches, 33:2)

    (리시아스, Speeches, 33:2)

  • ἐκ δὲ τοῦ Σαβίνων ἔθνουσ αὖθισ ἕτεροί τινεσ τῆσ Ῥωμαίων οὔπω πεπειραμένοι δυνάμεωσ, πόλιν οἰκοῦντεσ εὐδαίμονα καὶ μεγάλην, ἐγκαλεῖν μὲν αὐτοῖσ οὐδὲν ἔχοντεσ, φθονεῖν δὲ ταῖσ εὐτυχίαισ ἀναγκαζόμενοι μείζοσιν ἢ κατὰ λόγον γινομέναισ, ἄνθρωποι δεινοὶ τὰ πολέμια τὸ μὲν πρῶτον ἀπὸ λῃστηρίων καὶ καταδρομῆσ ἀγρῶν ὀλίγοι συνελθόντεσ ἤρξαντο, ἔπειτα δελεαζόμενοι ταῖσ ὠφελείαισ φανερὰν ποιοῦνται στρατείαν ἐπ’ αὐτοὺσ καὶ τῆσ ὁμόρου πολλὴν λεηλατοῦντεσ ἐκάκωσαν ἰσχυρῶσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 42 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 42 1:1)

  • καὶ ὁ πόλεμοσ ἄρα μέχρι καταδρομῆσ ἔληξε μόνησ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 2 4:7)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 2 4:7)

  • ἐξηγοῦντο δὲ τῆσ καταδρομῆσ τρεῖσ ἄνδρεσ ἀλκήν τε κορυφαῖοι καὶ συνέσει, Νίγερ τε ὁ Περαί̈τησ καὶ ὁ Βαβυλώνιοσ Σίλασ, πρὸσ οἷσ Ιωἄννησ ὁ Ἐσσαῖοσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 17:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 17:1)

  • οὐδεὶσ γάρ ἐστιν, ὃσ οὐ γέγευται τῆσ τῶν ἀνοσίων καταδρομῆσ· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 296:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 296:2)

유의어

  1. 독설

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION