헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδρομή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδρομή

형태분석: καταδρομ (어간) + η (어미)

어원: katadramei=n

  1. 독설, 침해, 침략, 잠식, 남용
  1. an inroad, raid, a vehement attack, invective

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καταδρομή

독설이

καταδρομᾱ́

독설들이

καταδρομαί

독설들이

속격 καταδρομῆς

독설의

καταδρομαῖν

독설들의

καταδρομῶν

독설들의

여격 καταδρομῇ

독설에게

καταδρομαῖν

독설들에게

καταδρομαῖς

독설들에게

대격 καταδρομήν

독설을

καταδρομᾱ́

독설들을

καταδρομᾱ́ς

독설들을

호격 καταδρομή

독설아

καταδρομᾱ́

독설들아

καταδρομαί

독설들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν δὲ Δάμωνα λῃστείαισ καὶ καταδρομαῖσ πορθοῦντα τὴν χώραν καὶ τῇ πόλει προσκείμενον ὑπηγάγοντο πρεσβείαισ καὶ ψηφίσμασι φιλανθρώποισ οἱ πολῖται, κατελθόντα δὲ γυμνασίαρχον κατέστησαν· (Plutarch, , chapter 1 6:1)

    (플루타르코스, , chapter 1 6:1)

  • ἡ μὲν οὖν τῶν ὅπλων παρασκευὴ συνήθησ ἦν, πάντων, ὡσ ἔποσ εἰπεῖν, τότε κλωπείαισ χρωμένων καὶ καταδρομαῖσ ἐπ’ ἀλλήλουσ· (Plutarch, Aratus, chapter 6 1:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 6 1:1)

  • ἑλκομένου δὲ τοῦ χρόνου διὰ κενῆσ οὑ̓δὲν γὰρ ὅ τι καὶ λόγου ἄξιον εἴτε καταδρομαῖσ ψιλῶν ἢ συμπλοκαῖσ ἱππέων ἔβλαπτον ἀλλήλουσ’ ὁ τοῦ πολέμου δόξασ αἴτιοσ γενονέναι Κλοίλιοσ ἀχθόμενοσ ἐπὶ τῇ ἀπράκτῳ καθέδρᾳ γνώμην ἔσχεν ἐξάγειν τὴν στρατιὰν καὶ προκαλεῖσθαι τοὺσ πολεμίουσ εἰσ μάχην, ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούσωσι προσβάλλειν αὐτῶν πρὸσ τὰ ἐρύματα. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 4 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 4 4:1)

  • ἀπέστησαν δὲ καὶ Φιδηναῖοι Ῥωμαίων κατὰ τοὺσ αὐτοὺσ χρόνουσ οὐκ ἐκ τοῦ φανεροῦ τὸν πόλεμον ἀναδείξαντεσ, ἀλλὰ κατ’ ὀλίγουσ καὶ κρύφα τὴν χώραν αὐτῶν καταδρομαῖσ κακουργοῦντεσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 39 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 39 4:1)

  • ἠδίκητο γὰρ ἡ πόλισ ὑπ’ αὐτῶν κατὰ τὴν Οὐολούσκων τε καὶ Αἰκανῶν ἐπιστρατείαν λῃστείαισ τε καὶ καταδρομαῖσ τῆσ ὁμορούσησ αὐτοῖσ γῆσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 64 1:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 64 1:3)

유의어

  1. 독설

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION