헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταβοάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταβοάω καταβοήσομαι

형태분석: κατα (접두사) + βοά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to cry down, cry out against, to bawl down, outcry

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβόω

καταβόᾳς

καταβόᾳ

쌍수 καταβόᾱτον

καταβόᾱτον

복수 καταβόωμεν

καταβόᾱτε

καταβόωσιν*

접속법단수 καταβόω

καταβόῃς

καταβόῃ

쌍수 καταβόητον

καταβόητον

복수 καταβόωμεν

καταβόητε

καταβόωσιν*

기원법단수 καταβόῳμι

καταβόῳς

καταβόῳ

쌍수 καταβόῳτον

καταβοῷτην

복수 καταβόῳμεν

καταβόῳτε

καταβόῳεν

명령법단수 καταβο͂ᾱ

καταβοᾶτω

쌍수 καταβόᾱτον

καταβοᾶτων

복수 καταβόᾱτε

καταβοῶντων, καταβοᾶτωσαν

부정사 καταβόᾱν

분사 남성여성중성
καταβοων

καταβοωντος

καταβοωσα

καταβοωσης

καταβοων

καταβοωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβόωμαι

καταβόᾳ

καταβόᾱται

쌍수 καταβόᾱσθον

καταβόᾱσθον

복수 καταβοῶμεθα

καταβόᾱσθε

καταβόωνται

접속법단수 καταβόωμαι

καταβόῃ

καταβόηται

쌍수 καταβόησθον

καταβόησθον

복수 καταβοώμεθα

καταβόησθε

καταβόωνται

기원법단수 καταβοῷμην

καταβόῳο

καταβόῳτο

쌍수 καταβόῳσθον

καταβοῷσθην

복수 καταβοῷμεθα

καταβόῳσθε

καταβόῳντο

명령법단수 καταβόω

καταβοᾶσθω

쌍수 καταβόᾱσθον

καταβοᾶσθων

복수 καταβόᾱσθε

καταβοᾶσθων, καταβοᾶσθωσαν

부정사 καταβόᾱσθαι

분사 남성여성중성
καταβοωμενος

καταβοωμενου

καταβοωμενη

καταβοωμενης

καταβοωμενον

καταβοωμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION