καταβοάω
α 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καταβοάω
καταβοήσομαι
형태분석:
κατα
(접두사)
+
βοά
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to cry down, cry out against, to bawl down, outcry
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐλεῆσαι δὲ καὶ τὴν καταφθειρομένην πόλιν καὶ μέλλουσαν ἰσόπεδον γίνεσθαι καὶ τῶν καταβοώντων πρὸσ αὐτὸν αἱμάτων εἰσακοῦσαι, (Septuagint, Liber Maccabees II 8:3)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 8:3)
- ἡ δὲ βουλὴ τῶν πεντακοσίων πυθομένη καὶ φοβηθεῖσα, τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καταβοώντων ὡσ συνταράξαι τὴν φάλαγγα βουλομένου καὶ τῇ πόλει Λακεδαιμονίουσ ἐπαγαγεῖν, ἀπηγόρευσε τοῖσ στρατηγοῖσ μὴ δέχεσθαι τὸν ἄνδρα. (Plutarch, , chapter 17 4:1)
(플루타르코스, , chapter 17 4:1)
- ὁ δὲ κατ’ ἀρχὰσ μὲν ἐθρύπτετο πρὸσ τοὺσ πολλούσ καὶ διέκλινε τὴν φιλοτιμίαν αὐτῶν καὶ σπουδήν, ὡσ μὴ δεόμενοσ τοῦ ἄρχειν, φοιτώντων δὲ καθ’ ἡμέραν ἐπὶ θύρασ καὶ προκαλουμένων αὐτὸν εἰσ ἀγορὰν καὶ καταβοώντων ἐπείσθη· (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 10 2:1)
(플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 10 2:1)
- Φάρακοσ δὲ πρὸσ Νέᾳ πόλει τῆσ Ἀκραγαντίνησ στρατοπεδεύοντοσ, ἐξαγαγὼν τοὺσ Συρακουσίουσ ἐβούλετο μὲν ἐν ἑτέρῳ καιρῷ διαγωνίσασθαι πρὸσ αὐτόν, Ἡρακλείδου δὲ καὶ τῶν ναυτῶν καταβοώντων ὡσ οὐ βούλεται μάχῃ κρῖναι τὸν πόλεμον Δίων, ἀλλ’ ἀεὶ μένοντοσ ἄρχειν, ἀναγκασθεὶσ συνέβαλε καὶ ἡττήθη. (Plutarch, Dion, chapter 49 1:1)
(플루타르코스, Dion, chapter 49 1:1)
- τῶν δὲ περὶ τὸν Θουκυδίδην ῥητόρων καταβοώντων τοῦ Περικλέουσ ὡσ σπαθῶντοσ τὰ χρήματα καὶ τὰσ προσόδουσ ἀπολλύντοσ, ἠρώτησεν ἐν ἐκκλησίᾳ τὸν δῆμον εἰ πολλὰ δοκεῖ δεδαπανῆσθαι· (Plutarch, , chapter 14 1:1)
(플루타르코스, , chapter 14 1:1)
파생어
- ἀναβοάω (외치다, 소리치다, 고함치다)
- βοάω (외치다, 소리치다, 울리다)
- διαβοάω (공표하다, 선언하다, 알리다)
- ἐκβοάω (시끄럽게 소리치다, 외치다, 소리치다)
- ἐμβοάω (투입하다, 소환하다, 보러가다)
- ἐπαναβοάω (외치다, 소리치다)
- ἐπιβοάω (부르다, 호소하다, 투입하다)
- προβοάω (시끄럽게 소리치다, 외치다, 소리치다)
- προσβοάομαι (불러오다, 불러들이다)
- συμβοάω (부르다)
- συναναβοάω (to cry out together)