καταβοάω
α 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καταβοάω
καταβοήσομαι
형태분석:
κατα
(접두사)
+
βοά
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to cry down, cry out against, to bawl down, outcry
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ τότε παρεσκευασμένουσ πολλοὺσ ἐνίστασθαι καὶ καταβοᾶν ὁρώμενοσ πρὸ αὐτοῦ φαιδρῷ βλέμματι καὶ προσώπῳ κατεπράυνεν ὁ Πομπήιοσ, ὥσθ’ ὑπείκειν σιωπῇ δι’ αὐτῶν προϊοῦσιν. (Plutarch, chapter 16 4:2)
(플루타르코스, chapter 16 4:2)
- τοῦ δὲ Μαρκέλλου τὸ τέταρτον ὑπατεύοντοσ οἱ ἐχθροὶ τοὺσ Συρακουσίουσ ἀνέπεισαν εἰσ Ῥώμην ἀφικομένουσ κατηγορεῖν καὶ καταβοᾶν πρὸσ τὴν σύγκλητον ὡσ δεινὰ καὶ παράσπονδα πεπονθότασ. (Plutarch, Marcellus, chapter 23 1:1)
(플루타르코스, Marcellus, chapter 23 1:1)
- διὸ καὶ μάλιστά φασι τῷ Λυκούργῳ πρὸσ τοῦτο τὸ πολίτευμα χαλεποὺσ γενέσθαι τοὺσ εὐπόρουσ, καὶ συστάντασ ἐπ’ αὐτὸν ἀθρόουσ καταβοᾶν καὶ ἀγανακτεῖν τέλοσ δὲ βαλλόμενοσ ὑπὸ πολλῶν ἐξέπεσε τῆσ ἀγορᾶσ δρόμῳ. (Plutarch, Lycurgus, chapter 11 1:1)
(플루타르코스, Lycurgus, chapter 11 1:1)
- ὡσ δὲ ταῦτ’ ἐγένετο Νεμέτορα μὲν Ἀμολίου καταβοᾶν, ὡσ δεινὰ πάσχοι διαρπαζόμενοσ ὑπὸ τῶν ἐκείνου βουκόλων, καὶ ἀξιοῦν εἰ μηδενὸσ αἴτιοσ ἐστὶ παραδοῦναι τὸν βουφορβὸν αὑτῷ καὶ τοὺσ υἱοὺσ ἐπὶ δίκῃ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 84 9:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 84 9:1)
- καὶ τότε, ἂν μὴ πρότερον αὐτοὶ πείσωμεν ὑμᾶσ, εἴ τισ ἄρα τῶν δημοσίων ἔχει τι, καὶ δικασταῖσ καὶ διαιτηταῖσ ἀλλήλοισ χρησάμενοι, τότε ἐξέσται καὶ λέγειν καὶ καταβοᾶν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 6:1)
(디오, 크리소토모스, 연설 (2), 6:1)
파생어
- ἀναβοάω (외치다, 소리치다, 고함치다)
- βοάω (외치다, 소리치다, 울리다)
- διαβοάω (공표하다, 선언하다, 알리다)
- ἐκβοάω (시끄럽게 소리치다, 외치다, 소리치다)
- ἐμβοάω (투입하다, 소환하다, 보러가다)
- ἐπαναβοάω (외치다, 소리치다)
- ἐπιβοάω (부르다, 호소하다, 투입하다)
- προβοάω (시끄럽게 소리치다, 외치다, 소리치다)
- προσβοάομαι (불러오다, 불러들이다)
- συμβοάω (부르다)
- συναναβοάω (to cry out together)