헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καλλιθυτέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καλλιθυτέω καλλιθυτήσω

형태분석: καλλιθυτέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qu/w

  1. to offer in auspicious sacrifice

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καλλιθύτω

καλλιθύτεις

καλλιθύτει

쌍수 καλλιθύτειτον

καλλιθύτειτον

복수 καλλιθύτουμεν

καλλιθύτειτε

καλλιθύτουσιν*

접속법단수 καλλιθύτω

καλλιθύτῃς

καλλιθύτῃ

쌍수 καλλιθύτητον

καλλιθύτητον

복수 καλλιθύτωμεν

καλλιθύτητε

καλλιθύτωσιν*

기원법단수 καλλιθύτοιμι

καλλιθύτοις

καλλιθύτοι

쌍수 καλλιθύτοιτον

καλλιθυτοίτην

복수 καλλιθύτοιμεν

καλλιθύτοιτε

καλλιθύτοιεν

명령법단수 καλλιθῦτει

καλλιθυτεῖτω

쌍수 καλλιθύτειτον

καλλιθυτεῖτων

복수 καλλιθύτειτε

καλλιθυτοῦντων, καλλιθυτεῖτωσαν

부정사 καλλιθύτειν

분사 남성여성중성
καλλιθυτων

καλλιθυτουντος

καλλιθυτουσα

καλλιθυτουσης

καλλιθυτουν

καλλιθυτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καλλιθύτουμαι

καλλιθύτει, καλλιθύτῃ

καλλιθύτειται

쌍수 καλλιθύτεισθον

καλλιθύτεισθον

복수 καλλιθυτοῦμεθα

καλλιθύτεισθε

καλλιθύτουνται

접속법단수 καλλιθύτωμαι

καλλιθύτῃ

καλλιθύτηται

쌍수 καλλιθύτησθον

καλλιθύτησθον

복수 καλλιθυτώμεθα

καλλιθύτησθε

καλλιθύτωνται

기원법단수 καλλιθυτοίμην

καλλιθύτοιο

καλλιθύτοιτο

쌍수 καλλιθύτοισθον

καλλιθυτοίσθην

복수 καλλιθυτοίμεθα

καλλιθύτοισθε

καλλιθύτοιντο

명령법단수 καλλιθύτου

καλλιθυτεῖσθω

쌍수 καλλιθύτεισθον

καλλιθυτεῖσθων

복수 καλλιθύτεισθε

καλλιθυτεῖσθων, καλλιθυτεῖσθωσαν

부정사 καλλιθύτεισθαι

분사 남성여성중성
καλλιθυτουμενος

καλλιθυτουμενου

καλλιθυτουμενη

καλλιθυτουμενης

καλλιθυτουμενον

καλλιθυτουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καλλιθυτήσω

καλλιθυτήσεις

καλλιθυτήσει

쌍수 καλλιθυτήσετον

καλλιθυτήσετον

복수 καλλιθυτήσομεν

καλλιθυτήσετε

καλλιθυτήσουσιν*

기원법단수 καλλιθυτήσοιμι

καλλιθυτήσοις

καλλιθυτήσοι

쌍수 καλλιθυτήσοιτον

καλλιθυτησοίτην

복수 καλλιθυτήσοιμεν

καλλιθυτήσοιτε

καλλιθυτήσοιεν

부정사 καλλιθυτήσειν

분사 남성여성중성
καλλιθυτησων

καλλιθυτησοντος

καλλιθυτησουσα

καλλιθυτησουσης

καλλιθυτησον

καλλιθυτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καλλιθυτήσομαι

καλλιθυτήσει, καλλιθυτήσῃ

καλλιθυτήσεται

쌍수 καλλιθυτήσεσθον

καλλιθυτήσεσθον

복수 καλλιθυτησόμεθα

καλλιθυτήσεσθε

καλλιθυτήσονται

기원법단수 καλλιθυτησοίμην

καλλιθυτήσοιο

καλλιθυτήσοιτο

쌍수 καλλιθυτήσοισθον

καλλιθυτησοίσθην

복수 καλλιθυτησοίμεθα

καλλιθυτήσοισθε

καλλιθυτήσοιντο

부정사 καλλιθυτήσεσθαι

분사 남성여성중성
καλλιθυτησομενος

καλλιθυτησομενου

καλλιθυτησομενη

καλλιθυτησομενης

καλλιθυτησομενον

καλλιθυτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to offer in auspicious sacrifice

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION