헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γραμμή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 수학 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γραμμή

형태분석: γραμμ (어간) + η (어미)

어원: gra/fw

  1. 모양, 윤곽
  1. a stroke or line of a pen, a line as in mathematical figures, (in forming letters) a line traced by a teacher
  2. an outline

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ ἐπισφαλὲσ τὸ τόλμημα, εἰ φίλῳ ἀνδρὶ ἐπιδείξαισ τὴν εἰκόνα, ὅπωσ ἂν τῆσ γραμμῆσ ἔχῃ. (Lucian, Imagines, (no name) 3:6)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 3:6)

  • ‐ ὧδέ τισ κακοῦργοσ ὢν μή μοι τὸ πρῶτον βῆμ’ ἐὰν δράμῃ καλῶσ, νικᾶν δοκείτω τὴν Δίκην, πρὶν ἂν πέλασ γραμμῆσ ἵκηται καὶ τέλοσ κάμψῃ βίου. (Euripides, episode 4:2)

    (에우리피데스, episode 4:2)

  • "ἐπεὶ γὰρ ἐν μήκει καὶ πλάτει βάθοσ λαβόντι πᾶν τὸ στερεόν ἐστι, καὶ μήκουσ μὲν προϋφίσταται στιγμὴ κατὰ μονάδα ταττομένη, μῆκοσ δ’ ἀπλατὲσ ἡ γραμμὴ καλεῖται καὶ μῆκοσ ἐστιν, ἡ δ’ ἐπὶ πλάτοσ γραμμῆσ κίνησισ ἐπιφανείασ γένεσιν ἐν τριάδι παρέσχε, βάθουσ δὲ τούτοισ προσγενομένου διὰ τεττάρων εἰσ στερεὸν ἡ αὔξησισ προβαίνει· (Plutarch, De E apud Delphos, section 134)

    (플루타르코스, De E apud Delphos, section 134)

  • "ἐν τῇ Πολιτείᾳ, τοῦ παντὸσ ὥσπερ μιᾶσ γραμμῆσ τετμημένησ ἄνισα τμήματα, πάλιν τέμνων ἑκάτερον τμῆμα εἰσ δύο ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον, τὸ τε τοῦ ὁρωμένου γένοσ καὶ τὸ τοῦ νοουμένου περὶ τὰ πάντα ποιήσασ τοῦ μὲν νοητοῦ πρῶτον ἀποφαίνει τὸ περὶ τὰ πρῶτα εἴδη, δεύτερον τὸ μαθηματικὸν τοῦ δ’ αἰσθητοῦ πρῶτον μὲν τὰ στερέμνια σώματα, δεύτερον δὲ τὰσ εἰκόνασ καὶ τὰ εἴδωλα τούτων καὶ κριτήριον ἑκάστῳ τῶν τεττάρων ἀποδίδωσιν ἴδιον, νοῦν μὲν τῷ πρώτῳ διάνοιαν δὲ τῷ μαθηματικῷ, τοῖσ δ’ αἰσθητοῖσ πίστιν, εἰκασίαν δὲ τοῖσ περὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὰσ εἰκόνασ. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 3, section 11)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 3, section 11)

  • κύκλοσ γάρ οὐκ ἔστιν οὐδὲ ἀποδίδωσιν, ὡσ πέλτη, τὴν περιφέρειαν, ἀλλ’ ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆσ ἑλικοειδοῦσ, ἧσ αἱ κεραῖαι καμπὰσ ἔχουσαι καὶ συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸσ ἀλλήλασ ἀγκύλον τὸ σχῆμα ποιοῦσιν ἢ διὰ τὸν ἀγκῶνα περὶ ὃν περιφέρονται, ταῦτα γάρ ὁ Ιὄβασ εἴρηκε γλιχόμενοσ ἐξελληνίσαι τοὔνομα. (Plutarch, Numa, chapter 13 5:4)

    (플루타르코스, Numa, chapter 13 5:4)

유의어

  1. 모양

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION