Ancient Greek-English Dictionary Language

γεωργικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γεωργικός

Structure: γεωργικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from gewrgo/s

Sense

  1. of or for tillage, agricultural, country, agriculture, farming
  2. skilled in farming, a good farmer

Examples

  • καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον Σαβῖνοι ἐμβαλόντεσ εἰσ τὴν ὁμοτέρμονα καὶ πολλῆσ γενόμενοι λείασ ἐγκρατεῖσ φόνον τε πολὺν ἐργασάμενοι τοῦ γεωργικοῦ πλήθουσ ἐν Ἠρήτῳ κατεστρατοπέδευσαν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 3 2:1)
  • γεωργικοῦ μὲν δὴ πέρι καὶ κυνηγετικοῦ τε καὶ ποιμενικοῦ βίου τάδε πλείω διατριβὴν ἴσωσ παρασχόντα τοῦ μετρίου λελέχθω, προθυμουμένων ἡμῶν ἁμῃγέπῃ δεῖξαι πενίαν ὡσ οὐκ ἄπορον χρῆμα βίου καὶ ζωῆσ πρεπούσησ ἀνδράσιν ἐλευθέροισ αὐτουργεῖν ἐθέλουσιν, ἀλλ’ ἐπὶ κρείττω πολὺ καὶ συμφορώτερα ἔργα καὶ πράξεισἄγον καὶ μᾶλλον κατὰ φύσιν ἢ ἐφ’ οἱᾶ ὁ πλοῦτοσ εἰώθε τοὺσ πολλοὺσ προτρέπειν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 124:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION