헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γενειάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γενειάω

형태분석: γενειά (어간) + ω (인칭어미)

어원: ge/neion

  1. to grow a beard, get a beard

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γενείω

γενείᾳς

γενείᾳ

쌍수 γενείᾱτον

γενείᾱτον

복수 γενείωμεν

γενείᾱτε

γενείωσιν*

접속법단수 γενείω

γενείῃς

γενείῃ

쌍수 γενείητον

γενείητον

복수 γενείωμεν

γενείητε

γενείωσιν*

기원법단수 γενείῳμι

γενείῳς

γενείῳ

쌍수 γενείῳτον

γενειῷτην

복수 γενείῳμεν

γενείῳτε

γενείῳεν

명령법단수 γενεῖᾱ

γενειᾶτω

쌍수 γενείᾱτον

γενειᾶτων

복수 γενείᾱτε

γενειῶντων, γενειᾶτωσαν

부정사 γενείᾱν

분사 남성여성중성
γενειων

γενειωντος

γενειωσα

γενειωσης

γενειων

γενειωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γενείωμαι

γενείᾳ

γενείᾱται

쌍수 γενείᾱσθον

γενείᾱσθον

복수 γενειῶμεθα

γενείᾱσθε

γενείωνται

접속법단수 γενείωμαι

γενείῃ

γενείηται

쌍수 γενείησθον

γενείησθον

복수 γενειώμεθα

γενείησθε

γενείωνται

기원법단수 γενειῷμην

γενείῳο

γενείῳτο

쌍수 γενείῳσθον

γενειῷσθην

복수 γενειῷμεθα

γενείῳσθε

γενείῳντο

명령법단수 γενείω

γενειᾶσθω

쌍수 γενείᾱσθον

γενειᾶσθων

복수 γενείᾱσθε

γενειᾶσθων, γενειᾶσθωσαν

부정사 γενείᾱσθαι

분사 남성여성중성
γενειωμενος

γενειωμενου

γενειωμενη

γενειωμενης

γενειωμενον

γενειωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῖσ δ’ ἦν ξανθοτέρα μὲν ἑλιχρύσοιο γενειάσ, στήθεα δὲ στίλβοντα πολὺ πλέον ἢ τὺ Σελάνα, ὡσ ἀπὸ γυμνασίοιο καλὸν πόνον ἄρτι λιπόντων. (Theocritus, Idylls, 60)

    (테오크리토스, Idylls, 60)

유의어

  1. to grow a beard

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION