- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φρικώδης?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: phrikōdēs 고전 발음: [리꼬:데:] 신약 발음: [리꼬데]

기본형: φρικώδης φρικώδες

형태분석: φρικωδη (어간) + ς (어미)

어원: εἶδος

  1. 끔찍한, 무서운, 두려운, 지저분한, 증오하는
  1. that causes shuddering, horrible, horribly, to be in utter horror

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 φρικώδης

끔찍한 (이)가

φρίκωδες

끔찍한 (것)가

속격 φρικώδους

끔찍한 (이)의

φρικώδους

끔찍한 (것)의

여격 φρικώδει

끔찍한 (이)에게

φρικώδει

끔찍한 (것)에게

대격 φρικώδη

끔찍한 (이)를

φρίκωδες

끔찍한 (것)를

호격 φρικῶδες

끔찍한 (이)야

φρίκωδες

끔찍한 (것)야

쌍수주/대/호 φρικώδει

끔찍한 (이)들이

φρικώδει

끔찍한 (것)들이

속/여 φρικώδοιν

끔찍한 (이)들의

φρικώδοιν

끔찍한 (것)들의

복수주격 φρικώδεις

끔찍한 (이)들이

φρικώδη

끔찍한 (것)들이

속격 φρικώδων

끔찍한 (이)들의

φρικώδων

끔찍한 (것)들의

여격 φρικώδεσι(ν)

끔찍한 (이)들에게

φρικώδεσι(ν)

끔찍한 (것)들에게

대격 φρικώδεις

끔찍한 (이)들을

φρικώδη

끔찍한 (것)들을

호격 φρικώδεις

끔찍한 (이)들아

φρικώδη

끔찍한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ἰσραὴλ εἶδον φρικώδη ἐκεῖ, πορνείαν τοῦ Ἐφραίμ. ἐμιάνθη Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα. (Septuagint, Prophetia Osee 6:10)

    (70인역 성경, 호세아서 6:10)

  • εἶτα ἐκ τοῦ κόλπου προκομίσασα ῥόμβου ἐπιστρέφει ἐπῳδήν τινα λέγουσα ἐπιτρόχῳ τῇ γλώττῃ, βαρβαρικὰ καὶ φρικώδη ὀνόματα. (Lucian, Dialogi meretricii, 5:3)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 5:3)

  • "εἶχεν δὲ καὶ δᾷδα ἐν τῇ ἀριστερᾷ καὶ ξίφος ἐν τῇ δεξιᾷ ὅσον εἰκοσάπηχυ, καὶ τὰ μὲν ἔνερθεν ὀφιόπους ἦν, τὰ δὲ ἄνω Γοργόνι ἐμφερής, τὸ βλέμμα φημὶ καὶ τὸ φρικῶδες τῆς προσόψεως, καὶ ἀντὶ τῆς κόμης τοὺς δράκοντας βοστρυχηδὸν καθεῖτο εἰλουμένους περὶ τὸν αὐχένα καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐνίους ἐσπειραμένους. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 20:4)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 20:4)

  • ἡ χρόα τετραμμένη, οἱ ὀφθαλμοὶ περιφερεῖς, κόμη ἀνασοβουμένη, κίνημα κορυβαντῶδες, καὶ ὅλως κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 30:15)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 30:15)

  • ὦ νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα, τίνα μοι δύστανον ὄνειρον πέμπεις ἐξ ἀφανοῦς, Αἴδα πρόμολον, ψυχὰν ἄψυχον ἔχοντα, μελαίνας Νυκτὸς παῖδα, φρικώδη δεινὰν ὄψιν, μελανονεκυείμονα, φόνια φόνια δερκόμενον, μεγάλους ὄνυχας ἔχοντα. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric4)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene, lyric4)

  • καὶ κατεῖχε φρικώδης ἦχος τὸ πεδίον, τοὺς δὲ Ῥωμαίους δέος, αὐτόν τε τὸν Μάριον ἔκπληξις ἄκοσμόν τινα καὶ ταραχώδη νυκτομαχίαν προσδεχόμενον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 20 3:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 20 3:1)

  • ἀλλ εἰ καί τις αὐτοῦ κατεφρόνει πρότερον ἀσθενοῦς καί γέροντος ὁρωμένου, τότε πᾶσι φρικώδης καί φοβερὸς ἐγένετο. (Plutarch, Galba, chapter 15 4:4)

    (플루타르코스, Galba, chapter 15 4:4)

  • κατεκλίνη αὐθημερόν, φρικώδης, ἀσώδης, σμικρὰ ὑποθερμαινόμενος, ἐς νύκτα παρεφρόνησεν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 326)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 326)

  • ἤρξατο δὲ πονεῖν τῇ πρώτῃ περὶ ὑποχόνδριον‧ ἀσώδης, φρικώδης, ἀλύουσα καὶ τὰς ἐχομένας οὐχ ὕπνωσε. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 348)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 348)

  • ἕκτῃ κωματώδης, ἀσώδης, φρικώδης, ἐρύθημα ἐπὶ γνάθων, σμικρὰ παρέκρουσεν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 385)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 385)

유의어

  1. 끔찍한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION