Ancient Greek-English Dictionary Language

φρικώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φρικώδης φρικώδες

Structure: φρικωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. that causes shuddering, horrible, horribly, to be in utter horror

Examples

  • ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ἰσραὴλ εἶδον φρικώδη ἐκεῖ, πορνείαν τοῦ Ἐφραίμ. ἐμιάνθη Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα. (Septuagint, Prophetia Osee 6:10)
  • εἶτα ἐκ τοῦ κόλπου προκομίσασα ῥόμβου ἐπιστρέφει ἐπῳδήν τινα λέγουσα ἐπιτρόχῳ τῇ γλώττῃ, βαρβαρικὰ καὶ φρικώδη ὀνόματα. (Lucian, Dialogi meretricii, 5:3)
  • "εἶχεν δὲ καὶ δᾷδα ἐν τῇ ἀριστερᾷ καὶ ξίφοσ ἐν τῇ δεξιᾷ ὅσον εἰκοσάπηχυ, καὶ τὰ μὲν ἔνερθεν ὀφιόπουσ ἦν, τὰ δὲ ἄνω Γοργόνι ἐμφερήσ, τὸ βλέμμα φημὶ καὶ τὸ φρικῶδεσ τῆσ προσόψεωσ, καὶ ἀντὶ τῆσ κόμησ τοὺσ δράκοντασ βοστρυχηδὸν καθεῖτο εἰλουμένουσ περὶ τὸν αὐχένα καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐνίουσ ἐσπειραμένουσ. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 20:4)
  • ἡ χρόα τετραμμένη, οἱ ὀφθαλμοὶ περιφερεῖσ, κόμη ἀνασοβουμένη, κίνημα κορυβαντῶδεσ, καὶ ὅλωσ κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 30:15)
  • ὦ νυκτὸσ κελαινοφαὴσ ὄρφνα, τίνα μοι δύστανον ὄνειρον πέμπεισ ἐξ ἀφανοῦσ, Αἴδα πρόμολον, ψυχὰν ἄψυχον ἔχοντα, μελαίνασ Νυκτὸσ παῖδα, φρικώδη δεινὰν ὄψιν, μελανονεκυείμονα, φόνια φόνια δερκόμενον, μεγάλουσ ὄνυχασ ἔχοντα. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric4)
  • καὶ κατεῖχε φρικώδησ ἦχοσ τὸ πεδίον, τοὺσ δὲ Ῥωμαίουσ δέοσ, αὐτόν τε τὸν Μάριον ἔκπληξισ ἄκοσμόν τινα καὶ ταραχώδη νυκτομαχίαν προσδεχόμενον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 20 3:1)
  • ἀλλ’ εἰ καί τισ αὐτοῦ κατεφρόνει πρότερον ἀσθενοῦσ καί γέροντοσ ὁρωμένου, τότε πᾶσι φρικώδησ καί φοβερὸσ ἐγένετο. (Plutarch, Galba, chapter 15 4:4)
  • κατεκλίνη αὐθημερόν, φρικώδησ, ἀσώδησ, σμικρὰ ὑποθερμαινόμενοσ, ἐσ νύκτα παρεφρόνησεν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 326)
  • ἤρξατο δὲ πονεῖν τῇ πρώτῃ περὶ ὑποχόνδριον‧ ἀσώδησ, φρικώδησ, ἀλύουσα καὶ τὰσ ἐχομένασ οὐχ ὕπνωσε. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 348)
  • ἕκτῃ κωματώδησ, ἀσώδησ, φρικώδησ, ἐρύθημα ἐπὶ γνάθων, σμικρὰ παρέκρουσεν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 385)

Synonyms

  1. that causes shuddering

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION