헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φρικώδης

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φρικώδης φρικώδες

형태분석: φρικωδη (어간) + ς (어미)

어원: ei)=dos

  1. 끔찍한, 무서운, 두려운, 지저분한, 증오하는
  1. that causes shuddering, horrible, horribly, to be in utter horror

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 φρικώδης

끔찍한 (이)가

φρίκωδες

끔찍한 (것)가

속격 φρικώδους

끔찍한 (이)의

φρικώδους

끔찍한 (것)의

여격 φρικώδει

끔찍한 (이)에게

φρικώδει

끔찍한 (것)에게

대격 φρικώδη

끔찍한 (이)를

φρίκωδες

끔찍한 (것)를

호격 φρικῶδες

끔찍한 (이)야

φρίκωδες

끔찍한 (것)야

쌍수주/대/호 φρικώδει

끔찍한 (이)들이

φρικώδει

끔찍한 (것)들이

속/여 φρικώδοιν

끔찍한 (이)들의

φρικώδοιν

끔찍한 (것)들의

복수주격 φρικώδεις

끔찍한 (이)들이

φρικώδη

끔찍한 (것)들이

속격 φρικώδων

끔찍한 (이)들의

φρικώδων

끔찍한 (것)들의

여격 φρικώδεσιν*

끔찍한 (이)들에게

φρικώδεσιν*

끔찍한 (것)들에게

대격 φρικώδεις

끔찍한 (이)들을

φρικώδη

끔찍한 (것)들을

호격 φρικώδεις

끔찍한 (이)들아

φρικώδη

끔찍한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ἰσραὴλ εἶδον φρικώδη ἐκεῖ, πορνείαν τοῦ Ἐφραίμ. ἐμιάνθη Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα. (Septuagint, Prophetia Osee 6:10)

    (70인역 성경, 호세아서 6:10)

  • εἶτα ἐκ τοῦ κόλπου προκομίσασα ῥόμβου ἐπιστρέφει ἐπῳδήν τινα λέγουσα ἐπιτρόχῳ τῇ γλώττῃ, βαρβαρικὰ καὶ φρικώδη ὀνόματα. (Lucian, Dialogi meretricii, 5:3)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 5:3)

  • ἡ χρόα τετραμμένη, οἱ ὀφθαλμοὶ περιφερεῖσ, κόμη ἀνασοβουμένη, κίνημα κορυβαντῶδεσ, καὶ ὅλωσ κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 30:15)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 30:15)

  • ὦ νυκτὸσ κελαινοφαὴσ ὄρφνα, τίνα μοι δύστανον ὄνειρον πέμπεισ ἐξ ἀφανοῦσ, Αἴδα πρόμολον, ψυχὰν ἄψυχον ἔχοντα, μελαίνασ Νυκτὸσ παῖδα, φρικώδη δεινὰν ὄψιν, μελανονεκυείμονα, φόνια φόνια δερκόμενον, μεγάλουσ ὄνυχασ ἔχοντα. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric4)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene, lyric4)

  • καὶ βαρείασ περὶ τοῦ θεοῦ δόξασ ἀπωσαμένῃ, ἀλλ’ ὥσπερ ἐν ἀσεβῶν χώρῳ τῷ ὕπνῳ τῶν δεισιδαιμόνων εἴδωλα φρικώδη καὶ τεράστια φάσματα καὶ ποινάσ τινασ ἐγείρουσα καὶ στροβοῦσα τὴν ἀθλίαν ψυχὴν ἐκδιώκει τοῖσ ὀνείροισ ἐκ τῶν ὕπνων, μαστιζομένην καὶ κολαζομένην αὐτὴν ὑφ’ αὑτῆσ ὡσ ὑφ’ ἑτέρου, καὶ δεινὰ προστάγματα καὶ ἀλλόκοτα λαμβάνουσαν. (Plutarch, De superstitione, section 3 8:1)

    (플루타르코스, De superstitione, section 3 8:1)

유의어

  1. 끔찍한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION