헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐσταλής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐσταλής εὐσταλές

형태분석: εὐσταλη (어간) + ς (어미)

어원: ste/llw

  1. 호의를 가진, 호의적인, 적절한
  2. 꽉 찬, 옹골진, 빽빽한
  3. 깔끔한, 산뜻한, 희석하지 않은, 순수한, 깨끗한
  1. well-equipt, light-armed
  2. well-conducted, favourable
  3. well-packed, compact
  4. well-behaved, mannerly, neat, trim

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὐσταλής

(이)가

εύ̓σταλες

(것)가

속격 εὐσταλούς

(이)의

εὐστάλους

(것)의

여격 εὐσταλεί

(이)에게

εὐστάλει

(것)에게

대격 εὐσταλή

(이)를

εύ̓σταλες

(것)를

호격 εὐσταλές

(이)야

εύ̓σταλες

(것)야

쌍수주/대/호 εὐσταλεί

(이)들이

εὐστάλει

(것)들이

속/여 εὐσταλοίν

(이)들의

εὐστάλοιν

(것)들의

복수주격 εὐσταλείς

(이)들이

εὐστάλη

(것)들이

속격 εὐσταλών

(이)들의

εὐστάλων

(것)들의

여격 εὐσταλέσιν*

(이)들에게

εὐστάλεσιν*

(것)들에게

대격 εὐσταλείς

(이)들을

εὐστάλη

(것)들을

호격 εὐσταλείς

(이)들아

εὐστάλη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ δὲ οἰσυΐνην ἀσπίδα ἔχων, εὐσταλὴσ καὶ κοῦφοσ εἰσ σωτηρίαν, ἕτοιμοσ ἑστιᾶσθαι τὰ ἐπινίκια, ἐπειδὰν θύῃ ὁ στρατηγὸσ νενικηκώσ. (Lucian, Gallus, (no name) 21:5)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 21:5)

  • τὸ μὲν πρῶτον κατακοσμοῦσα ἑαυτὴν εὐπρεπῶσ καὶ εὐσταλὴσ οὖσα καὶ φαιδρὰ πρὸσ ἅπαντασ, οὐκ ἄχρι τοῦ καγχάζειν ῥᾳδίωσ καθάπερ σὺ εἰώθασ, ἀλλὰ μειδιῶσα ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν, εἶτα προσομιλοῦσα δεξιῶσ καὶ μήτε φενακίζουσα, εἴ τισ προσέλθοι ἢ προπέμψειε, μήτε αὐτὴ ἐπιλαμβανομένη τῶν ἀνδρῶν. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:2)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:2)

  • οὗτοσ ὁ τὸ σχῆμα εὐσταλὴσ καὶ κόσμιοσ τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸσ τὴν ἀναβολὴν ἑώθεν μυρία ὅσα περὶ ἀρετῆσ διεξιὼν καὶ τῶν ἡδονῇ χαιρόντων κατηγορῶν καὶ τὸ ὀλιγαρκὲσ ἐπαινῶν, ἐπειδὴ λουσάμενοσ ἀφίκοιτο ἐπὶ τὸ δεῖπνον καὶ ὁ παῖσ μεγάλην τὴν κύλικα ὀρέξειεν αὐτῷ ‐ τῷ ζωροτέρῳ δὲ χαίρει μάλιστα ‐ καθάπερ τὸ Λήθησ ὕδωρ ἐκπιὼν ἐναντιώτατα ἐπιδείκνυται τοῖσ ἑωθινοῖσ ἐκείνοισ λόγοισ, προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινοσ τὰ ὄψα καὶ τὸν πλησίον παραγκωνιζόμενοσ, καρύκησ τὸ γένειον ἀνάπλεωσ, κυνηδὸν ἐμφορούμενοσ, ἐπικεκυφὼσ καθάπερ ἐν ταῖσ λοπάσι τὴν ἀρετὴν εὑρήσειν προσδοκῶν, ἀκριβῶσ τὰ τρύβλια τῷ λιχανῷ ἀποσμήχων ὡσ μηδὲ ὀλίγον τοῦ μυττωτοῦ καταλίποι, μεμψίμοιροσ ἀεί, κἂν τὸν πλακοῦντα ὅλον ἢ τὸν σῦν μόνοσ τῶν ἄλλων λάβῃ,^ ὅ τι περ λιχνείασ καὶ ἀπληστίασ ὄφελοσ, μέθυσοσ καὶ πάροινοσ οὐκ ἄχρι ᾠδῆσ καὶ ὀρχηστύοσ μόνον, ἀλλὰ καὶ λοιδορίασ καὶ ὀργῆσ. (Lucian, Timon, (no name) 53:5)

    (루키아노스, Timon, (no name) 53:5)

  • ἢ τούτων ὀλίγον σοι μέλει, ἄχρι ἂν εὐσταλὴσ ἡ ἀναβολὴ καὶ ὁ πώγων βαθὺσ καὶ ἐν χρῷ ἡ κουρά; (Lucian, 36:5)

    (루키아노스, 36:5)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ Μάριοσ φιλοτίμωσ πάνυ καὶ μειρακιωδῶσ ἀποτριβόμενοσ τὸ γῆρασ καὶ τὴν ἀσθένειαν ὁσημέραι κατέβαινεν εἰσ τὸ πεδίον, καὶ μετὰ τῶν νεανίσκων γυμναζόμενοσ ἐπεδείκνυε τὸ σῶμα κοῦφον μὲν ὅπλοισ, ἔποχον δὲ ταῖσ ἱππασίαισ, καίπερ οὐκ εὐσταλὴσ γεγονώσ ἐν γήρᾳ τὸν ὄγκον, ἀλλ’ εἰσ σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρεῖαν ἐνδεδωκώσ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 34 3:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 34 3:1)

유의어

  1. well-equipt

  2. 호의를 가진

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION