Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐμαρής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐμαρής εὐμαρές

Structure: εὐμαρη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ma/rh obsol. word for xei/r

Sense

  1. easy, convenient, without trouble, easy, 'tis easy
  2. mildly
  3. easily

Examples

  • ἡλίῳ δ’ ἐπεύχομαι πρὸσ ὕστατον φῶσ τοῖσ ἐμοῖσ τιμαόροισ ἐχθροῖσ φονεῦσι τοῖσ ἐμοῖσ τίνειν ὁμοῦ, δούλησ θανούσησ, εὐμαροῦσ χειρώματοσ. (Aeschylus, Agamemnon, episode 3:25)
  • γενόμενοσ δὲ χρήσιμοσ ἐν τῷδε, καὶ τὴν στρατιὰν θεραπεύσασ ἁρπαγαῖσ καὶ δωρεαῖσ, ἤγαγεν ἄνευ τοῦ κοινοῦ Καρχηδονίων ἐπὶ Γάδειρα, καὶ ἐπέρασε τὸν πορθμὸν ἐσ Ἰβηρίαν, ὅθεν λάφυρα πολλὰ διέπεμπεν ἐσ Καρχηδόνα, θεραπεύων τὸ πλῆθοσ, εἰ δύναιτο μὴ χαλεπαίνειν αὐτῷ τῆσ στρατηγίασ τῆσ ἐν Σικελίᾳ, χώραν δ’ αὐτοῦ κατακτωμένου πολλὴν κλέοσ τε μέγα ἦν, καὶ Καρχηδονίοισ ἐπιθυμία πάσησ Ἰβηρίασ ὡσ εὐμαροῦσ ἔργου. (Appian, The Foreign Wars, chapter 1 2:3)

Synonyms

  1. easy

  2. easily

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION