Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐμαρής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐμαρής εὐμαρές

Structure: εὐμαρη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ma/rh obsol. word for xei/r

Sense

  1. easy, convenient, without trouble, easy, 'tis easy
  2. mildly
  3. easily

Examples

  • τοῦτον γὰρ δείσασ στρατεύεσθαι ἐπὶ τοὺσ Ἄραβασ ὡρμημένον τὸ μὲν μεταξὺ τῆσ ὑπὲρ Ἀντιπατρίδοσ παρωρείου καὶ τῶν Ιὄππησ αἰγιαλῶν διαταφρεύει φάραγγι βαθείᾳ, πρὸ δὲ τῆσ τάφρου τεῖχοσ ἤγειρεν ὑψηλὸν καὶ ξυλίνουσ πύργουσ ἐτεκτήνατο τὰσ εὐμαρεῖσ ἐμβολὰσ ἀποφράττων. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 143:2)
  • πύλαι δὲ ἐνοικοδομοῦνται τέσσαρεσ καθ’ ἕκαστον τοῦ περιβόλου κλίμα, πρόσ τε εἰσόδουσ τῶν ὑποζυγίων εὐμαρεῖσ καὶ πρὸσ τὰσ ἐκδρομὰσ αὐτῶν, εἰ κατεπείγοι, πλατεῖαι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 102:1)

Synonyms

  1. easy

  2. easily

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION