헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιτειχίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιτειχίζω ἐπιτειχιῶ

형태분석: ἐπι (접두사) + τειχίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 심다, 뿌리다, 씨 뿌리다, 안에 넣다, 나타나다
  1. to build a fort on the frontier, against, to plant, like such forts

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτειχίζω

(나는) 심는다

ἐπιτειχίζεις

(너는) 심는다

ἐπιτειχίζει

(그는) 심는다

쌍수 ἐπιτειχίζετον

(너희 둘은) 심는다

ἐπιτειχίζετον

(그 둘은) 심는다

복수 ἐπιτειχίζομεν

(우리는) 심는다

ἐπιτειχίζετε

(너희는) 심는다

ἐπιτειχίζουσιν*

(그들은) 심는다

접속법단수 ἐπιτειχίζω

(나는) 심자

ἐπιτειχίζῃς

(너는) 심자

ἐπιτειχίζῃ

(그는) 심자

쌍수 ἐπιτειχίζητον

(너희 둘은) 심자

ἐπιτειχίζητον

(그 둘은) 심자

복수 ἐπιτειχίζωμεν

(우리는) 심자

ἐπιτειχίζητε

(너희는) 심자

ἐπιτειχίζωσιν*

(그들은) 심자

기원법단수 ἐπιτειχίζοιμι

(나는) 심기를 (바라다)

ἐπιτειχίζοις

(너는) 심기를 (바라다)

ἐπιτειχίζοι

(그는) 심기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτειχίζοιτον

(너희 둘은) 심기를 (바라다)

ἐπιτειχιζοίτην

(그 둘은) 심기를 (바라다)

복수 ἐπιτειχίζοιμεν

(우리는) 심기를 (바라다)

ἐπιτειχίζοιτε

(너희는) 심기를 (바라다)

ἐπιτειχίζοιεν

(그들은) 심기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτείχιζε

(너는) 심어라

ἐπιτειχιζέτω

(그는) 심어라

쌍수 ἐπιτειχίζετον

(너희 둘은) 심어라

ἐπιτειχιζέτων

(그 둘은) 심어라

복수 ἐπιτειχίζετε

(너희는) 심어라

ἐπιτειχιζόντων, ἐπιτειχιζέτωσαν

(그들은) 심어라

부정사 ἐπιτειχίζειν

심는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτειχιζων

ἐπιτειχιζοντος

ἐπιτειχιζουσα

ἐπιτειχιζουσης

ἐπιτειχιζον

ἐπιτειχιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτειχίζομαι

(나는) 심긴다

ἐπιτειχίζει, ἐπιτειχίζῃ

(너는) 심긴다

ἐπιτειχίζεται

(그는) 심긴다

쌍수 ἐπιτειχίζεσθον

(너희 둘은) 심긴다

ἐπιτειχίζεσθον

(그 둘은) 심긴다

복수 ἐπιτειχιζόμεθα

(우리는) 심긴다

ἐπιτειχίζεσθε

(너희는) 심긴다

ἐπιτειχίζονται

(그들은) 심긴다

접속법단수 ἐπιτειχίζωμαι

(나는) 심기자

ἐπιτειχίζῃ

(너는) 심기자

ἐπιτειχίζηται

(그는) 심기자

쌍수 ἐπιτειχίζησθον

(너희 둘은) 심기자

ἐπιτειχίζησθον

(그 둘은) 심기자

복수 ἐπιτειχιζώμεθα

(우리는) 심기자

ἐπιτειχίζησθε

(너희는) 심기자

ἐπιτειχίζωνται

(그들은) 심기자

기원법단수 ἐπιτειχιζοίμην

(나는) 심기기를 (바라다)

ἐπιτειχίζοιο

(너는) 심기기를 (바라다)

ἐπιτειχίζοιτο

(그는) 심기기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτειχίζοισθον

(너희 둘은) 심기기를 (바라다)

ἐπιτειχιζοίσθην

(그 둘은) 심기기를 (바라다)

복수 ἐπιτειχιζοίμεθα

(우리는) 심기기를 (바라다)

ἐπιτειχίζοισθε

(너희는) 심기기를 (바라다)

ἐπιτειχίζοιντο

(그들은) 심기기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτειχίζου

(너는) 심겨라

ἐπιτειχιζέσθω

(그는) 심겨라

쌍수 ἐπιτειχίζεσθον

(너희 둘은) 심겨라

ἐπιτειχιζέσθων

(그 둘은) 심겨라

복수 ἐπιτειχίζεσθε

(너희는) 심겨라

ἐπιτειχιζέσθων, ἐπιτειχιζέσθωσαν

(그들은) 심겨라

부정사 ἐπιτειχίζεσθαι

심기는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτειχιζομενος

ἐπιτειχιζομενου

ἐπιτειχιζομενη

ἐπιτειχιζομενης

ἐπιτειχιζομενον

ἐπιτειχιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτειχίω

(나는) 심겠다

ἐπιτειχίεις

(너는) 심겠다

ἐπιτειχίει

(그는) 심겠다

쌍수 ἐπιτειχίειτον

(너희 둘은) 심겠다

ἐπιτειχίειτον

(그 둘은) 심겠다

복수 ἐπιτειχίουμεν

(우리는) 심겠다

ἐπιτειχίειτε

(너희는) 심겠다

ἐπιτειχίουσιν*

(그들은) 심겠다

기원법단수 ἐπιτειχίοιμι

(나는) 심겠기를 (바라다)

ἐπιτειχίοις

(너는) 심겠기를 (바라다)

ἐπιτειχίοι

(그는) 심겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτειχίοιτον

(너희 둘은) 심겠기를 (바라다)

ἐπιτειχιοίτην

(그 둘은) 심겠기를 (바라다)

복수 ἐπιτειχίοιμεν

(우리는) 심겠기를 (바라다)

ἐπιτειχίοιτε

(너희는) 심겠기를 (바라다)

ἐπιτειχίοιεν

(그들은) 심겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιτειχίειν

심을 것

분사 남성여성중성
ἐπιτειχιων

ἐπιτειχιουντος

ἐπιτειχιουσα

ἐπιτειχιουσης

ἐπιτειχιουν

ἐπιτειχιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτειχίουμαι

(나는) 심기겠다

ἐπιτειχίει, ἐπιτειχίῃ

(너는) 심기겠다

ἐπιτειχίειται

(그는) 심기겠다

쌍수 ἐπιτειχίεισθον

(너희 둘은) 심기겠다

ἐπιτειχίεισθον

(그 둘은) 심기겠다

복수 ἐπιτειχιοῦμεθα

(우리는) 심기겠다

ἐπιτειχίεισθε

(너희는) 심기겠다

ἐπιτειχίουνται

(그들은) 심기겠다

기원법단수 ἐπιτειχιοίμην

(나는) 심기겠기를 (바라다)

ἐπιτειχίοιο

(너는) 심기겠기를 (바라다)

ἐπιτειχίοιτο

(그는) 심기겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτειχίοισθον

(너희 둘은) 심기겠기를 (바라다)

ἐπιτειχιοίσθην

(그 둘은) 심기겠기를 (바라다)

복수 ἐπιτειχιοίμεθα

(우리는) 심기겠기를 (바라다)

ἐπιτειχίοισθε

(너희는) 심기겠기를 (바라다)

ἐπιτειχίοιντο

(그들은) 심기겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιτειχίεισθαι

심길 것

분사 남성여성중성
ἐπιτειχιουμενος

ἐπιτειχιουμενου

ἐπιτειχιουμενη

ἐπιτειχιουμενης

ἐπιτειχιουμενον

ἐπιτειχιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετείχιζον

(나는) 심고 있었다

ἐπετείχιζες

(너는) 심고 있었다

ἐπετείχιζεν*

(그는) 심고 있었다

쌍수 ἐπετειχίζετον

(너희 둘은) 심고 있었다

ἐπετειχιζέτην

(그 둘은) 심고 있었다

복수 ἐπετειχίζομεν

(우리는) 심고 있었다

ἐπετειχίζετε

(너희는) 심고 있었다

ἐπετείχιζον

(그들은) 심고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετειχιζόμην

(나는) 심기고 있었다

ἐπετειχίζου

(너는) 심기고 있었다

ἐπετειχίζετο

(그는) 심기고 있었다

쌍수 ἐπετειχίζεσθον

(너희 둘은) 심기고 있었다

ἐπετειχιζέσθην

(그 둘은) 심기고 있었다

복수 ἐπετειχιζόμεθα

(우리는) 심기고 있었다

ἐπετειχίζεσθε

(너희는) 심기고 있었다

ἐπετειχίζοντο

(그들은) 심기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γενόμενοι δὲ ποταμοῦ Κρεμέρασ πλησίον, ὃσ οὐ μακρὰν ἀπέχει τῆσ Οὐιεντανῶν πόλεωσ, ὑπὲρ ὄχθου τινὸσ ἀποτόμου καὶ περιρρῶγοσ ἐπετείχιζον αὐτοῖσ φρούριον ἱκανὸν φυλάττεσθαι τοσαύτῃ στρατιᾷ τάφρουσ τ’ ὀρυξάμενοι περὶ αὐτὸ διπλᾶσ καὶ πύργουσ ἐγείραντεσ πυκνούσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 15 6:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 15 6:1)

  • δ’ ἀδηλότητα τοῦ πρὸσ Οὐιεντανοὺσ πολέμου καραδοκῶν, ἵν’ ἐάν τι συμβῇ πταῖσμα περὶ τὴν ἐκεῖ στρατιὰν ἐν ἑτοίμῳ τισ ὑπάρχῃ τῇ πόλει συνεστῶσα δύναμισ, ἣ κωλύσει τοὺσ πολεμίουσ εἰσ τὴν χώραν ἐμβαλεῖν, ἐὰν ὥσπερ οἱ πρότερον ἐλάσαντεσ ἐπὶ τὴν Ῥώμην ἐπιτειχίζειν τινὰ κατὰ τῆσ πόλεωσ χωρία ἐπιβάλωνται. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 35 10:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 35 10:1)

  • ἐν δὲ τῇ Ἀττικῇ τῷ μὲν ἄστει πονουμένῳ σφόδρα ὑπὸ λιμοῦ πολλὰ ὁ Σύλλασ ἐπετείχιζε φρούρια, τοῦ μὴ διαδιδράσκειν ἀλλ’ ἐμμένοντασ ὑπὸ τοῦ πλήθουσ μᾶλλον ἐνοχλεῖσθαι· (Appian, The Foreign Wars, chapter 5 8:5)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 5 8:5)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION