헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνστέλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐνστέλλω ἐνστελῶ

형태분석: ἐν (접두사) + στέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dress in, clad in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στελλω

έ̓στελλεις

έ̓στελλει

쌍수 έ̓στελλετον

έ̓στελλετον

복수 έ̓στελλομεν

έ̓στελλετε

έ̓στελλουσιν*

접속법단수 έ̓στελλω

έ̓στελλῃς

έ̓στελλῃ

쌍수 έ̓στελλητον

έ̓στελλητον

복수 έ̓στελλωμεν

έ̓στελλητε

έ̓στελλωσιν*

기원법단수 έ̓στελλοιμι

έ̓στελλοις

έ̓στελλοι

쌍수 έ̓στελλοιτον

ἐστε͂λλοιτην

복수 έ̓στελλοιμεν

έ̓στελλοιτε

έ̓στελλοιεν

명령법단수 έ̓στελλε

ἐστε͂λλετω

쌍수 έ̓στελλετον

ἐστε͂λλετων

복수 έ̓στελλετε

ἐστε͂λλοντων, ἐστε͂λλετωσαν

부정사 έ̓στελλειν

분사 남성여성중성
ἐστελλων

ἐστελλοντος

ἐστελλουσα

ἐστελλουσης

ἐστελλον

ἐστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στελλομαι

έ̓στελλει, έ̓στελλῃ

έ̓στελλεται

쌍수 έ̓στελλεσθον

έ̓στελλεσθον

복수 ἐστε͂λλομεθα

έ̓στελλεσθε

έ̓στελλονται

접속법단수 έ̓στελλωμαι

έ̓στελλῃ

έ̓στελληται

쌍수 έ̓στελλησθον

έ̓στελλησθον

복수 ἐστε͂λλωμεθα

έ̓στελλησθε

έ̓στελλωνται

기원법단수 ἐστε͂λλοιμην

έ̓στελλοιο

έ̓στελλοιτο

쌍수 έ̓στελλοισθον

ἐστε͂λλοισθην

복수 ἐστε͂λλοιμεθα

έ̓στελλοισθε

έ̓στελλοιντο

명령법단수 έ̓στελλου

ἐστε͂λλεσθω

쌍수 έ̓στελλεσθον

ἐστε͂λλεσθων

복수 έ̓στελλεσθε

ἐστε͂λλεσθων, ἐστε͂λλεσθωσαν

부정사 έ̓στελλεσθαι

분사 남성여성중성
ἐστελλομενος

ἐστελλομενου

ἐστελλομενη

ἐστελλομενης

ἐστελλομενον

ἐστελλομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνέστειλα

ἐνέστειλας

ἐνέστειλεν*

쌍수 ἐνεστείλατον

ἐνεστειλάτην

복수 ἐνεστείλαμεν

ἐνεστείλατε

ἐνέστειλαν

접속법단수 έ̓στειλω

έ̓στειλῃς

έ̓στειλῃ

쌍수 έ̓στειλητον

έ̓στειλητον

복수 έ̓στειλωμεν

έ̓στειλητε

έ̓στειλωσιν*

기원법단수 έ̓στειλαιμι

έ̓στειλαις

έ̓στειλαι

쌍수 έ̓στειλαιτον

ἐστεῖλαιτην

복수 έ̓στειλαιμεν

έ̓στειλαιτε

έ̓στειλαιεν

명령법단수 έ̓στειλον

ἐστεῖλατω

쌍수 έ̓στειλατον

ἐστεῖλατων

복수 έ̓στειλατε

ἐστεῖλαντων

부정사 έ̓στειλαι

분사 남성여성중성
ἐστειλᾱς

ἐστειλαντος

ἐστειλᾱσα

ἐστειλᾱσης

ἐστειλαν

ἐστειλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεστειλάμην

ἐνεστείλω

ἐνεστείλατο

쌍수 ἐνεστείλασθον

ἐνεστειλάσθην

복수 ἐνεστειλάμεθα

ἐνεστείλασθε

ἐνεστείλαντο

접속법단수 έ̓στειλωμαι

έ̓στειλῃ

έ̓στειληται

쌍수 έ̓στειλησθον

έ̓στειλησθον

복수 ἐστεῖλωμεθα

έ̓στειλησθε

έ̓στειλωνται

기원법단수 ἐστεῖλαιμην

έ̓στειλαιο

έ̓στειλαιτο

쌍수 έ̓στειλαισθον

ἐστεῖλαισθην

복수 ἐστεῖλαιμεθα

έ̓στειλαισθε

έ̓στειλαιντο

명령법단수 έ̓στειλαι

ἐστεῖλασθω

쌍수 έ̓στειλασθον

ἐστεῖλασθων

복수 έ̓στειλασθε

ἐστεῖλασθων

부정사 έ̓στειλεσθαι

분사 남성여성중성
ἐστειλαμενος

ἐστειλαμενου

ἐστειλαμενη

ἐστειλαμενης

ἐστειλαμενον

ἐστειλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION