헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμποιέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐμποιέω ἐμποιήσω

형태분석: ἐμποιέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)n

  1. 생산하다, 야기시키다, 소개하다, 만들다
  1. to make in, introduced by, poet's art
  2. to foist in, interpolate
  3. to produce or create in
  4. to introduce, produce, cause

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμποίω

ἐμποίεις

ἐμποίει

쌍수 ἐμποίειτον

ἐμποίειτον

복수 ἐμποίουμεν

ἐμποίειτε

ἐμποίουσιν*

접속법단수 ἐμποίω

ἐμποίῃς

ἐμποίῃ

쌍수 ἐμποίητον

ἐμποίητον

복수 ἐμποίωμεν

ἐμποίητε

ἐμποίωσιν*

기원법단수 ἐμποίοιμι

ἐμποίοις

ἐμποίοι

쌍수 ἐμποίοιτον

ἐμποιοίτην

복수 ἐμποίοιμεν

ἐμποίοιτε

ἐμποίοιεν

명령법단수 ἐμποῖει

ἐμποιεῖτω

쌍수 ἐμποίειτον

ἐμποιεῖτων

복수 ἐμποίειτε

ἐμποιοῦντων, ἐμποιεῖτωσαν

부정사 ἐμποίειν

분사 남성여성중성
ἐμποιων

ἐμποιουντος

ἐμποιουσα

ἐμποιουσης

ἐμποιουν

ἐμποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμποίουμαι

ἐμποίει, ἐμποίῃ

ἐμποίειται

쌍수 ἐμποίεισθον

ἐμποίεισθον

복수 ἐμποιοῦμεθα

ἐμποίεισθε

ἐμποίουνται

접속법단수 ἐμποίωμαι

ἐμποίῃ

ἐμποίηται

쌍수 ἐμποίησθον

ἐμποίησθον

복수 ἐμποιώμεθα

ἐμποίησθε

ἐμποίωνται

기원법단수 ἐμποιοίμην

ἐμποίοιο

ἐμποίοιτο

쌍수 ἐμποίοισθον

ἐμποιοίσθην

복수 ἐμποιοίμεθα

ἐμποίοισθε

ἐμποίοιντο

명령법단수 ἐμποίου

ἐμποιεῖσθω

쌍수 ἐμποίεισθον

ἐμποιεῖσθων

복수 ἐμποίεισθε

ἐμποιεῖσθων, ἐμποιεῖσθωσαν

부정사 ἐμποίεισθαι

분사 남성여성중성
ἐμποιουμενος

ἐμποιουμενου

ἐμποιουμενη

ἐμποιουμενης

ἐμποιουμενον

ἐμποιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμποιήσω

ἐμποιήσεις

ἐμποιήσει

쌍수 ἐμποιήσετον

ἐμποιήσετον

복수 ἐμποιήσομεν

ἐμποιήσετε

ἐμποιήσουσιν*

기원법단수 ἐμποιήσοιμι

ἐμποιήσοις

ἐμποιήσοι

쌍수 ἐμποιήσοιτον

ἐμποιησοίτην

복수 ἐμποιήσοιμεν

ἐμποιήσοιτε

ἐμποιήσοιεν

부정사 ἐμποιήσειν

분사 남성여성중성
ἐμποιησων

ἐμποιησοντος

ἐμποιησουσα

ἐμποιησουσης

ἐμποιησον

ἐμποιησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμποιήσομαι

ἐμποιήσει, ἐμποιήσῃ

ἐμποιήσεται

쌍수 ἐμποιήσεσθον

ἐμποιήσεσθον

복수 ἐμποιησόμεθα

ἐμποιήσεσθε

ἐμποιήσονται

기원법단수 ἐμποιησοίμην

ἐμποιήσοιο

ἐμποιήσοιτο

쌍수 ἐμποιήσοισθον

ἐμποιησοίσθην

복수 ἐμποιησοίμεθα

ἐμποιήσοισθε

ἐμποιήσοιντο

부정사 ἐμποιήσεσθαι

분사 남성여성중성
ἐμποιησομενος

ἐμποιησομενου

ἐμποιησομενη

ἐμποιησομενης

ἐμποιησομενον

ἐμποιησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καταλύονται δὲ καὶ ὅταν ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ ἑτέραν ὀλιγαρχίαν ἐμποιῶσιν. (Aristotle, Politics, Book 5 110:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 5 110:1)

유의어

  1. to foist in

  2. to produce or create in

  3. 생산하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION