Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμβόλιμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐμβόλιμος ἐμβόλιμον

Structure: ἐμβολιμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)mba/llw

Sense

  1. inserted, intercalated

Examples

  • ἀφικόμενοσ δὲ ἐσ Ἐμβόλιμα πόλιν, ἣ ξύνεγγυσ τῆσ πέτρασ τῆσ Αὄρνου ᾠκεῖτο, Κρατερὸν μὲν ξὺν μέρει τῆσ στρατιᾶσ καταλείπει αὐτοῦ, σῖτόν τε ἐσ τὴν πόλιν ὡσ πλεῖστον ξυνάγειν καὶ ὅσα ἄλλα ἐσ χρόνιον τριβήν, ὡσ ἐντεῦθεν ὁρμωμένουσ τοὺσ Μακεδόνασ χρονίῳ πολιορκίᾳ ἐκτρυχῶσαι τοὺσ κατέχοντασ τὴν πέτραν, εἰ μὴ ἐξ ἐφόδου ληφθείη. (Arrian, Anabasis, book 4, chapter 28 7:1)

Synonyms

  1. inserted

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION