- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐλεημοσύνη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: eleēmosynē 고전 발음: [엘레에:모쉬네:] 신약 발음: [앨래에모쉬네]

기본형: ἐλεημοσύνη ἐλεημοσύνης

형태분석: ἐλεημοσυν (어간) + η (어미)

어원: from ἐλεήμων

  1. 자비, 동정, 연민
  2. 자선, 자애, 기독교적 사랑
  1. pity, mercy
  2. alms, charity

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐλεημοσύνη

자비가

ἐλεημοσύνα

자비들이

ἐλεημοσύναι

자비들이

속격 ἐλεημοσύνης

자비의

ἐλεημοσύναιν

자비들의

ἐλεημοσυνῶν

자비들의

여격 ἐλεημοσύνῃ

자비에게

ἐλεημοσύναιν

자비들에게

ἐλεημοσύναις

자비들에게

대격 ἐλεημοσύνην

자비를

ἐλεημοσύνα

자비들을

ἐλεημοσύνας

자비들을

호격 ἐλεημοσύνη

자비야

ἐλεημοσύνα

자비들아

ἐλεημοσύναι

자비들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐλεημοσύνη ἔσται ἡμῖν, ἐὰν φυλασσώμεθα ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καθὰ ἐνετείλατο ἡμῖν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 6:25)

    (70인역 성경, 신명기 6:25)

  • ἀποδόσει ἀποδώσεις τὸ ἐνέχυρον αὐτοῦ πρὸς δυσμὰς ἡλίου, καὶ κοιμηθήσεται ἐν τῷ ἱματίῳ αὐτοῦ καὶ εὐλογήσει σε, καὶ ἔσται σοι ἐλεημοσύνη ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 24:13)

    (70인역 성경, 신명기 24:13)

  • διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ρύεται καὶ οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τὸ σκότος. (Septuagint, Liber Thobis 4:10)

    (70인역 성경, 토빗기 4:10)

  • δῶρον γὰρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτὴν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου. (Septuagint, Liber Thobis 4:11)

    (70인역 성경, 토빗기 4:11)

  • ἐλεημοσύνη γὰρ ἐκ θανάτου ρύεται, καὶ αὐτὴ ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν ἁμαρτίαν. οἱ ποιοῦντες ἐλεημοσύνας καὶ δικαιοσύνας πλησθήσονται ζωῆς, (Septuagint, Liber Thobis 12:9)

    (70인역 성경, 토빗기 12:9)

유의어

  1. 자비

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION