헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐλεημοσύνη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐλεημοσύνη ἐλεημοσύνης

형태분석: ἐλεημοσυν (어간) + η (어미)

어원: from e)leh/mwn

  1. 자비, 동정, 연민
  2. 자선, 자애, 기독교적 사랑
  1. pity, mercy
  2. alms, charity

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐλεημοσύνασ πολλὰσ ἐποίησα τοῖσ ἀδελφοῖσ μου καὶ τῷ ἔθνει, τοῖσ προπορευθεῖσι μετ̓ ἐμοῦ εἰσ χώραν Ἀσσυρίων εἰσ Νινευῆ. (Septuagint, Liber Thobis 1:3)

    (70인역 성경, 토빗기 1:3)

  • καὶ ἐν ταῖσ ἡμέραισ Ἐνεμεσσάρου ἐλεημοσύνασ πολλὰσ ἐποίουν τοῖσ ἀδελφοῖσ μου. (Septuagint, Liber Thobis 1:16)

    (70인역 성경, 토빗기 1:16)

  • ἐλεημοσύνη γὰρ ἐκ θανάτου ρύεται, καὶ αὐτὴ ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν ἁμαρτίαν. οἱ ποιοῦντεσ ἐλεημοσύνασ καὶ δικαιοσύνασ πλησθήσονται ζωῆσ, (Septuagint, Liber Thobis 12:9)

    (70인역 성경, 토빗기 12:9)

  • καὶ ἦν ἐτῶν πεντηκονταοκτώ, ὅτε ἀπώλεσε τὰσ ὄψεισ, καὶ μετὰ ἔτη ὀκτὼ ἀνέβλεψε. καὶ ἐποίει ἐλεημοσύνασ καὶ προσέθετο φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν καὶ ἐξωμολογεῖτο αὐτῷ. (Septuagint, Liber Thobis 14:2)

    (70인역 성경, 토빗기 14:2)

  • ποιῶν ἐλεημοσύνασ ὁ Κύριοσ καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖσ ἀδικουμένοισ. (Septuagint, Liber Psalmorum 102:6)

    (70인역 성경, 시편 102:6)

유의어

  1. 자비

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION