헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐλεημοσύνη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐλεημοσύνη ἐλεημοσύνης

형태분석: ἐλεημοσυν (어간) + η (어미)

어원: from e)leh/mwn

  1. 자비, 동정, 연민
  2. 자선, 자애, 기독교적 사랑
  1. pity, mercy
  2. alms, charity

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤγγισαν δὲ αἱ ἡμέραι Ἰσραὴλ τοῦ ἀποθανεῖν, καὶ ἐκάλεσε τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἰωσὴφ καὶ εἶπεν αὐτῷ. εἰ εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ὑπόθεσ τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου καὶ ποιήσεισ ἐπ̓ ἐμὲ ἐλεημοσύνην καὶ ἀλήθειαν τοῦ μή με θάψαι ἐν Αἰγύπτῳ, (Septuagint, Liber Genesis 47:29)

    (70인역 성경, 창세기 47:29)

  • ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸσ ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην. μὴ ἀποστρέψῃσ τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ παντὸσ πτωχοῦ, καὶ ἀπὸ σοῦ οὐ μὴ ἀποστραφῇ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ. (Septuagint, Liber Thobis 4:7)

    (70인역 성경, 토빗기 4:7)

  • ὡσ σοὶ ὑπάρχει κατὰ τὸ πλῆθοσ, ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην. ἐὰν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ, κατὰ τὸ ὀλίγον μὴ φοβοῦ ποιεῖν ἐλεημοσύνην. (Septuagint, Liber Thobis 4:8)

    (70인역 성경, 토빗기 4:8)

유의어

  1. 자비

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION