헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκκουφίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκκουφίζω ἐκκουφιῶ

형태분석: ἐκ (접두사) + κουφίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 드높이다, 칭찬하다, 올리다
  2. 완화시키다, 편안하게 하다
  1. to raise up, exalt
  2. to relieve

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκουφίζω

(나는) 드높인다

ἐκκουφίζεις

(너는) 드높인다

ἐκκουφίζει

(그는) 드높인다

쌍수 ἐκκουφίζετον

(너희 둘은) 드높인다

ἐκκουφίζετον

(그 둘은) 드높인다

복수 ἐκκουφίζομεν

(우리는) 드높인다

ἐκκουφίζετε

(너희는) 드높인다

ἐκκουφίζουσιν*

(그들은) 드높인다

접속법단수 ἐκκουφίζω

(나는) 드높이자

ἐκκουφίζῃς

(너는) 드높이자

ἐκκουφίζῃ

(그는) 드높이자

쌍수 ἐκκουφίζητον

(너희 둘은) 드높이자

ἐκκουφίζητον

(그 둘은) 드높이자

복수 ἐκκουφίζωμεν

(우리는) 드높이자

ἐκκουφίζητε

(너희는) 드높이자

ἐκκουφίζωσιν*

(그들은) 드높이자

기원법단수 ἐκκουφίζοιμι

(나는) 드높이기를 (바라다)

ἐκκουφίζοις

(너는) 드높이기를 (바라다)

ἐκκουφίζοι

(그는) 드높이기를 (바라다)

쌍수 ἐκκουφίζοιτον

(너희 둘은) 드높이기를 (바라다)

ἐκκουφιζοίτην

(그 둘은) 드높이기를 (바라다)

복수 ἐκκουφίζοιμεν

(우리는) 드높이기를 (바라다)

ἐκκουφίζοιτε

(너희는) 드높이기를 (바라다)

ἐκκουφίζοιεν

(그들은) 드높이기를 (바라다)

명령법단수 ἐκκούφιζε

(너는) 드높여라

ἐκκουφιζέτω

(그는) 드높여라

쌍수 ἐκκουφίζετον

(너희 둘은) 드높여라

ἐκκουφιζέτων

(그 둘은) 드높여라

복수 ἐκκουφίζετε

(너희는) 드높여라

ἐκκουφιζόντων, ἐκκουφιζέτωσαν

(그들은) 드높여라

부정사 ἐκκουφίζειν

드높이는 것

분사 남성여성중성
ἐκκουφιζων

ἐκκουφιζοντος

ἐκκουφιζουσα

ἐκκουφιζουσης

ἐκκουφιζον

ἐκκουφιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκουφίζομαι

(나는) 드높여진다

ἐκκουφίζει, ἐκκουφίζῃ

(너는) 드높여진다

ἐκκουφίζεται

(그는) 드높여진다

쌍수 ἐκκουφίζεσθον

(너희 둘은) 드높여진다

ἐκκουφίζεσθον

(그 둘은) 드높여진다

복수 ἐκκουφιζόμεθα

(우리는) 드높여진다

ἐκκουφίζεσθε

(너희는) 드높여진다

ἐκκουφίζονται

(그들은) 드높여진다

접속법단수 ἐκκουφίζωμαι

(나는) 드높여지자

ἐκκουφίζῃ

(너는) 드높여지자

ἐκκουφίζηται

(그는) 드높여지자

쌍수 ἐκκουφίζησθον

(너희 둘은) 드높여지자

ἐκκουφίζησθον

(그 둘은) 드높여지자

복수 ἐκκουφιζώμεθα

(우리는) 드높여지자

ἐκκουφίζησθε

(너희는) 드높여지자

ἐκκουφίζωνται

(그들은) 드높여지자

기원법단수 ἐκκουφιζοίμην

(나는) 드높여지기를 (바라다)

ἐκκουφίζοιο

(너는) 드높여지기를 (바라다)

ἐκκουφίζοιτο

(그는) 드높여지기를 (바라다)

쌍수 ἐκκουφίζοισθον

(너희 둘은) 드높여지기를 (바라다)

ἐκκουφιζοίσθην

(그 둘은) 드높여지기를 (바라다)

복수 ἐκκουφιζοίμεθα

(우리는) 드높여지기를 (바라다)

ἐκκουφίζοισθε

(너희는) 드높여지기를 (바라다)

ἐκκουφίζοιντο

(그들은) 드높여지기를 (바라다)

명령법단수 ἐκκουφίζου

(너는) 드높여져라

ἐκκουφιζέσθω

(그는) 드높여져라

쌍수 ἐκκουφίζεσθον

(너희 둘은) 드높여져라

ἐκκουφιζέσθων

(그 둘은) 드높여져라

복수 ἐκκουφίζεσθε

(너희는) 드높여져라

ἐκκουφιζέσθων, ἐκκουφιζέσθωσαν

(그들은) 드높여져라

부정사 ἐκκουφίζεσθαι

드높여지는 것

분사 남성여성중성
ἐκκουφιζομενος

ἐκκουφιζομενου

ἐκκουφιζομενη

ἐκκουφιζομενης

ἐκκουφιζομενον

ἐκκουφιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκουφίω

(나는) 드높이겠다

ἐκκουφίεις

(너는) 드높이겠다

ἐκκουφίει

(그는) 드높이겠다

쌍수 ἐκκουφίειτον

(너희 둘은) 드높이겠다

ἐκκουφίειτον

(그 둘은) 드높이겠다

복수 ἐκκουφίουμεν

(우리는) 드높이겠다

ἐκκουφίειτε

(너희는) 드높이겠다

ἐκκουφίουσιν*

(그들은) 드높이겠다

기원법단수 ἐκκουφίοιμι

(나는) 드높이겠기를 (바라다)

ἐκκουφίοις

(너는) 드높이겠기를 (바라다)

ἐκκουφίοι

(그는) 드높이겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκκουφίοιτον

(너희 둘은) 드높이겠기를 (바라다)

ἐκκουφιοίτην

(그 둘은) 드높이겠기를 (바라다)

복수 ἐκκουφίοιμεν

(우리는) 드높이겠기를 (바라다)

ἐκκουφίοιτε

(너희는) 드높이겠기를 (바라다)

ἐκκουφίοιεν

(그들은) 드높이겠기를 (바라다)

부정사 ἐκκουφίειν

드높일 것

분사 남성여성중성
ἐκκουφιων

ἐκκουφιουντος

ἐκκουφιουσα

ἐκκουφιουσης

ἐκκουφιουν

ἐκκουφιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκκουφίουμαι

(나는) 드높여지겠다

ἐκκουφίει, ἐκκουφίῃ

(너는) 드높여지겠다

ἐκκουφίειται

(그는) 드높여지겠다

쌍수 ἐκκουφίεισθον

(너희 둘은) 드높여지겠다

ἐκκουφίεισθον

(그 둘은) 드높여지겠다

복수 ἐκκουφιοῦμεθα

(우리는) 드높여지겠다

ἐκκουφίεισθε

(너희는) 드높여지겠다

ἐκκουφίουνται

(그들은) 드높여지겠다

기원법단수 ἐκκουφιοίμην

(나는) 드높여지겠기를 (바라다)

ἐκκουφίοιο

(너는) 드높여지겠기를 (바라다)

ἐκκουφίοιτο

(그는) 드높여지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκκουφίοισθον

(너희 둘은) 드높여지겠기를 (바라다)

ἐκκουφιοίσθην

(그 둘은) 드높여지겠기를 (바라다)

복수 ἐκκουφιοίμεθα

(우리는) 드높여지겠기를 (바라다)

ἐκκουφίοισθε

(너희는) 드높여지겠기를 (바라다)

ἐκκουφίοιντο

(그들은) 드높여지겠기를 (바라다)

부정사 ἐκκουφίεισθαι

드높여질 것

분사 남성여성중성
ἐκκουφιουμενος

ἐκκουφιουμενου

ἐκκουφιουμενη

ἐκκουφιουμενης

ἐκκουφιουμενον

ἐκκουφιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεκούφιζον

(나는) 드높이고 있었다

ἐξεκούφιζες

(너는) 드높이고 있었다

ἐξεκούφιζεν*

(그는) 드높이고 있었다

쌍수 ἐξεκουφίζετον

(너희 둘은) 드높이고 있었다

ἐξεκουφιζέτην

(그 둘은) 드높이고 있었다

복수 ἐξεκουφίζομεν

(우리는) 드높이고 있었다

ἐξεκουφίζετε

(너희는) 드높이고 있었다

ἐξεκούφιζον

(그들은) 드높이고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεκουφιζόμην

(나는) 드높여지고 있었다

ἐξεκουφίζου

(너는) 드높여지고 있었다

ἐξεκουφίζετο

(그는) 드높여지고 있었다

쌍수 ἐξεκουφίζεσθον

(너희 둘은) 드높여지고 있었다

ἐξεκουφιζέσθην

(그 둘은) 드높여지고 있었다

복수 ἐξεκουφιζόμεθα

(우리는) 드높여지고 있었다

ἐξεκουφίζεσθε

(너희는) 드높여지고 있었다

ἐξεκουφίζοντο

(그들은) 드높여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτα δὲ οὐ κενῶσ οὐδὲ ἀλαζονικῶσ ἔλεγεν οὐδὲ μάτην ἀπεχθάνεσθαι τοῖσ δυνατοῖσ βουλόμενοσ, ἀλλ’ ὁ δῆμοσ αὐτόν, ἡδόμενόσ τε τῇ βουλῇ προπηλακιζομένῃ καὶ λόγου κόμπῳ μετρῶν ἀεὶ φρονήματοσ μέγεθοσ, ἐξεκούφιζε, καὶ συνεξώρμα μὴ φείδεσθαι τῶν ἀξιολόγων, χαριζόμενον τοῖσ πολλοῖσ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 9 4:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 9 4:1)

유의어

  1. 드높이다

  2. 완화시키다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION