헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσκομίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσκομίζω εἰσκομιῶ

형태분석: εἰς (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 수입하다, 나타내다, 함축하다, 가져오다, 소개하다, 만들다
  1. to carry into, carry in, to bring in for oneself, import, to get into

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσκομίζω

(나는) 수입한다

εἰσκομίζεις

(너는) 수입한다

εἰσκομίζει

(그는) 수입한다

쌍수 εἰσκομίζετον

(너희 둘은) 수입한다

εἰσκομίζετον

(그 둘은) 수입한다

복수 εἰσκομίζομεν

(우리는) 수입한다

εἰσκομίζετε

(너희는) 수입한다

εἰσκομίζουσιν*

(그들은) 수입한다

접속법단수 εἰσκομίζω

(나는) 수입하자

εἰσκομίζῃς

(너는) 수입하자

εἰσκομίζῃ

(그는) 수입하자

쌍수 εἰσκομίζητον

(너희 둘은) 수입하자

εἰσκομίζητον

(그 둘은) 수입하자

복수 εἰσκομίζωμεν

(우리는) 수입하자

εἰσκομίζητε

(너희는) 수입하자

εἰσκομίζωσιν*

(그들은) 수입하자

기원법단수 εἰσκομίζοιμι

(나는) 수입하기를 (바라다)

εἰσκομίζοις

(너는) 수입하기를 (바라다)

εἰσκομίζοι

(그는) 수입하기를 (바라다)

쌍수 εἰσκομίζοιτον

(너희 둘은) 수입하기를 (바라다)

εἰσκομιζοίτην

(그 둘은) 수입하기를 (바라다)

복수 εἰσκομίζοιμεν

(우리는) 수입하기를 (바라다)

εἰσκομίζοιτε

(너희는) 수입하기를 (바라다)

εἰσκομίζοιεν

(그들은) 수입하기를 (바라다)

명령법단수 εἰσκόμιζε

(너는) 수입해라

εἰσκομιζέτω

(그는) 수입해라

쌍수 εἰσκομίζετον

(너희 둘은) 수입해라

εἰσκομιζέτων

(그 둘은) 수입해라

복수 εἰσκομίζετε

(너희는) 수입해라

εἰσκομιζόντων, εἰσκομιζέτωσαν

(그들은) 수입해라

부정사 εἰσκομίζειν

수입하는 것

분사 남성여성중성
εἰσκομιζων

εἰσκομιζοντος

εἰσκομιζουσα

εἰσκομιζουσης

εἰσκομιζον

εἰσκομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσκομίζομαι

(나는) 수입된다

εἰσκομίζει, εἰσκομίζῃ

(너는) 수입된다

εἰσκομίζεται

(그는) 수입된다

쌍수 εἰσκομίζεσθον

(너희 둘은) 수입된다

εἰσκομίζεσθον

(그 둘은) 수입된다

복수 εἰσκομιζόμεθα

(우리는) 수입된다

εἰσκομίζεσθε

(너희는) 수입된다

εἰσκομίζονται

(그들은) 수입된다

접속법단수 εἰσκομίζωμαι

(나는) 수입되자

εἰσκομίζῃ

(너는) 수입되자

εἰσκομίζηται

(그는) 수입되자

쌍수 εἰσκομίζησθον

(너희 둘은) 수입되자

εἰσκομίζησθον

(그 둘은) 수입되자

복수 εἰσκομιζώμεθα

(우리는) 수입되자

εἰσκομίζησθε

(너희는) 수입되자

εἰσκομίζωνται

(그들은) 수입되자

기원법단수 εἰσκομιζοίμην

(나는) 수입되기를 (바라다)

εἰσκομίζοιο

(너는) 수입되기를 (바라다)

εἰσκομίζοιτο

(그는) 수입되기를 (바라다)

쌍수 εἰσκομίζοισθον

(너희 둘은) 수입되기를 (바라다)

εἰσκομιζοίσθην

(그 둘은) 수입되기를 (바라다)

복수 εἰσκομιζοίμεθα

(우리는) 수입되기를 (바라다)

εἰσκομίζοισθε

(너희는) 수입되기를 (바라다)

εἰσκομίζοιντο

(그들은) 수입되기를 (바라다)

명령법단수 εἰσκομίζου

(너는) 수입되어라

εἰσκομιζέσθω

(그는) 수입되어라

쌍수 εἰσκομίζεσθον

(너희 둘은) 수입되어라

εἰσκομιζέσθων

(그 둘은) 수입되어라

복수 εἰσκομίζεσθε

(너희는) 수입되어라

εἰσκομιζέσθων, εἰσκομιζέσθωσαν

(그들은) 수입되어라

부정사 εἰσκομίζεσθαι

수입되는 것

분사 남성여성중성
εἰσκομιζομενος

εἰσκομιζομενου

εἰσκομιζομενη

εἰσκομιζομενης

εἰσκομιζομενον

εἰσκομιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσκομίω

(나는) 수입하겠다

εἰσκομίεις

(너는) 수입하겠다

εἰσκομίει

(그는) 수입하겠다

쌍수 εἰσκομίειτον

(너희 둘은) 수입하겠다

εἰσκομίειτον

(그 둘은) 수입하겠다

복수 εἰσκομίουμεν

(우리는) 수입하겠다

εἰσκομίειτε

(너희는) 수입하겠다

εἰσκομίουσιν*

(그들은) 수입하겠다

기원법단수 εἰσκομίοιμι

(나는) 수입하겠기를 (바라다)

εἰσκομίοις

(너는) 수입하겠기를 (바라다)

εἰσκομίοι

(그는) 수입하겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσκομίοιτον

(너희 둘은) 수입하겠기를 (바라다)

εἰσκομιοίτην

(그 둘은) 수입하겠기를 (바라다)

복수 εἰσκομίοιμεν

(우리는) 수입하겠기를 (바라다)

εἰσκομίοιτε

(너희는) 수입하겠기를 (바라다)

εἰσκομίοιεν

(그들은) 수입하겠기를 (바라다)

부정사 εἰσκομίειν

수입할 것

분사 남성여성중성
εἰσκομιων

εἰσκομιουντος

εἰσκομιουσα

εἰσκομιουσης

εἰσκομιουν

εἰσκομιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσκομίουμαι

(나는) 수입되겠다

εἰσκομίει, εἰσκομίῃ

(너는) 수입되겠다

εἰσκομίειται

(그는) 수입되겠다

쌍수 εἰσκομίεισθον

(너희 둘은) 수입되겠다

εἰσκομίεισθον

(그 둘은) 수입되겠다

복수 εἰσκομιοῦμεθα

(우리는) 수입되겠다

εἰσκομίεισθε

(너희는) 수입되겠다

εἰσκομίουνται

(그들은) 수입되겠다

기원법단수 εἰσκομιοίμην

(나는) 수입되겠기를 (바라다)

εἰσκομίοιο

(너는) 수입되겠기를 (바라다)

εἰσκομίοιτο

(그는) 수입되겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσκομίοισθον

(너희 둘은) 수입되겠기를 (바라다)

εἰσκομιοίσθην

(그 둘은) 수입되겠기를 (바라다)

복수 εἰσκομιοίμεθα

(우리는) 수입되겠기를 (바라다)

εἰσκομίοισθε

(너희는) 수입되겠기를 (바라다)

εἰσκομίοιντο

(그들은) 수입되겠기를 (바라다)

부정사 εἰσκομίεισθαι

수입될 것

분사 남성여성중성
εἰσκομιουμενος

εἰσκομιουμενου

εἰσκομιουμενη

εἰσκομιουμενης

εἰσκομιουμενον

εἰσκομιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσεκόμιζον

(나는) 수입하고 있었다

εἰσεκόμιζες

(너는) 수입하고 있었다

εἰσεκόμιζεν*

(그는) 수입하고 있었다

쌍수 εἰσεκομίζετον

(너희 둘은) 수입하고 있었다

εἰσεκομιζέτην

(그 둘은) 수입하고 있었다

복수 εἰσεκομίζομεν

(우리는) 수입하고 있었다

εἰσεκομίζετε

(너희는) 수입하고 있었다

εἰσεκόμιζον

(그들은) 수입하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσεκομιζόμην

(나는) 수입되고 있었다

εἰσεκομίζου

(너는) 수입되고 있었다

εἰσεκομίζετο

(그는) 수입되고 있었다

쌍수 εἰσεκομίζεσθον

(너희 둘은) 수입되고 있었다

εἰσεκομιζέσθην

(그 둘은) 수입되고 있었다

복수 εἰσεκομιζόμεθα

(우리는) 수입되고 있었다

εἰσεκομίζεσθε

(너희는) 수입되고 있었다

εἰσεκομίζοντο

(그들은) 수입되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ ἤδη ἄρτοι εἰσεκομίζοντο καὶ πλῆθοσ ἐπ’ αὐτοῖσ παντοδαπῶν βρωμάτων, ἀποβλέψασ εἰσ αὐτὰ ἔφη· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 73 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 73 1:1)

유의어

  1. 수입하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION