헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσαναγκάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσαναγκάζω εἰσαναγκάσω

형태분석: εἰς (접두사) + ἀναγκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 묶다, 강요하다, 억지로 시키다
  1. to force into, to constrain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσαναγκάζω

(나는) 묶는다

εἰσαναγκάζεις

(너는) 묶는다

εἰσαναγκάζει

(그는) 묶는다

쌍수 εἰσαναγκάζετον

(너희 둘은) 묶는다

εἰσαναγκάζετον

(그 둘은) 묶는다

복수 εἰσαναγκάζομεν

(우리는) 묶는다

εἰσαναγκάζετε

(너희는) 묶는다

εἰσαναγκάζουσιν*

(그들은) 묶는다

접속법단수 εἰσαναγκάζω

(나는) 묶자

εἰσαναγκάζῃς

(너는) 묶자

εἰσαναγκάζῃ

(그는) 묶자

쌍수 εἰσαναγκάζητον

(너희 둘은) 묶자

εἰσαναγκάζητον

(그 둘은) 묶자

복수 εἰσαναγκάζωμεν

(우리는) 묶자

εἰσαναγκάζητε

(너희는) 묶자

εἰσαναγκάζωσιν*

(그들은) 묶자

기원법단수 εἰσαναγκάζοιμι

(나는) 묶기를 (바라다)

εἰσαναγκάζοις

(너는) 묶기를 (바라다)

εἰσαναγκάζοι

(그는) 묶기를 (바라다)

쌍수 εἰσαναγκάζοιτον

(너희 둘은) 묶기를 (바라다)

εἰσαναγκαζοίτην

(그 둘은) 묶기를 (바라다)

복수 εἰσαναγκάζοιμεν

(우리는) 묶기를 (바라다)

εἰσαναγκάζοιτε

(너희는) 묶기를 (바라다)

εἰσαναγκάζοιεν

(그들은) 묶기를 (바라다)

명령법단수 εἰσανάγκαζε

(너는) 묶어라

εἰσαναγκαζέτω

(그는) 묶어라

쌍수 εἰσαναγκάζετον

(너희 둘은) 묶어라

εἰσαναγκαζέτων

(그 둘은) 묶어라

복수 εἰσαναγκάζετε

(너희는) 묶어라

εἰσαναγκαζόντων, εἰσαναγκαζέτωσαν

(그들은) 묶어라

부정사 εἰσαναγκάζειν

묶는 것

분사 남성여성중성
εἰσαναγκαζων

εἰσαναγκαζοντος

εἰσαναγκαζουσα

εἰσαναγκαζουσης

εἰσαναγκαζον

εἰσαναγκαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσαναγκάζομαι

(나는) 묶어진다

εἰσαναγκάζει, εἰσαναγκάζῃ

(너는) 묶어진다

εἰσαναγκάζεται

(그는) 묶어진다

쌍수 εἰσαναγκάζεσθον

(너희 둘은) 묶어진다

εἰσαναγκάζεσθον

(그 둘은) 묶어진다

복수 εἰσαναγκαζόμεθα

(우리는) 묶어진다

εἰσαναγκάζεσθε

(너희는) 묶어진다

εἰσαναγκάζονται

(그들은) 묶어진다

접속법단수 εἰσαναγκάζωμαι

(나는) 묶어지자

εἰσαναγκάζῃ

(너는) 묶어지자

εἰσαναγκάζηται

(그는) 묶어지자

쌍수 εἰσαναγκάζησθον

(너희 둘은) 묶어지자

εἰσαναγκάζησθον

(그 둘은) 묶어지자

복수 εἰσαναγκαζώμεθα

(우리는) 묶어지자

εἰσαναγκάζησθε

(너희는) 묶어지자

εἰσαναγκάζωνται

(그들은) 묶어지자

기원법단수 εἰσαναγκαζοίμην

(나는) 묶어지기를 (바라다)

εἰσαναγκάζοιο

(너는) 묶어지기를 (바라다)

εἰσαναγκάζοιτο

(그는) 묶어지기를 (바라다)

쌍수 εἰσαναγκάζοισθον

(너희 둘은) 묶어지기를 (바라다)

εἰσαναγκαζοίσθην

(그 둘은) 묶어지기를 (바라다)

복수 εἰσαναγκαζοίμεθα

(우리는) 묶어지기를 (바라다)

εἰσαναγκάζοισθε

(너희는) 묶어지기를 (바라다)

εἰσαναγκάζοιντο

(그들은) 묶어지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσαναγκάζου

(너는) 묶어져라

εἰσαναγκαζέσθω

(그는) 묶어져라

쌍수 εἰσαναγκάζεσθον

(너희 둘은) 묶어져라

εἰσαναγκαζέσθων

(그 둘은) 묶어져라

복수 εἰσαναγκάζεσθε

(너희는) 묶어져라

εἰσαναγκαζέσθων, εἰσαναγκαζέσθωσαν

(그들은) 묶어져라

부정사 εἰσαναγκάζεσθαι

묶어지는 것

분사 남성여성중성
εἰσαναγκαζομενος

εἰσαναγκαζομενου

εἰσαναγκαζομενη

εἰσαναγκαζομενης

εἰσαναγκαζομενον

εἰσαναγκαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσαναγκάσω

(나는) 묶겠다

εἰσαναγκάσεις

(너는) 묶겠다

εἰσαναγκάσει

(그는) 묶겠다

쌍수 εἰσαναγκάσετον

(너희 둘은) 묶겠다

εἰσαναγκάσετον

(그 둘은) 묶겠다

복수 εἰσαναγκάσομεν

(우리는) 묶겠다

εἰσαναγκάσετε

(너희는) 묶겠다

εἰσαναγκάσουσιν*

(그들은) 묶겠다

기원법단수 εἰσαναγκάσοιμι

(나는) 묶겠기를 (바라다)

εἰσαναγκάσοις

(너는) 묶겠기를 (바라다)

εἰσαναγκάσοι

(그는) 묶겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσαναγκάσοιτον

(너희 둘은) 묶겠기를 (바라다)

εἰσαναγκασοίτην

(그 둘은) 묶겠기를 (바라다)

복수 εἰσαναγκάσοιμεν

(우리는) 묶겠기를 (바라다)

εἰσαναγκάσοιτε

(너희는) 묶겠기를 (바라다)

εἰσαναγκάσοιεν

(그들은) 묶겠기를 (바라다)

부정사 εἰσαναγκάσειν

묶을 것

분사 남성여성중성
εἰσαναγκασων

εἰσαναγκασοντος

εἰσαναγκασουσα

εἰσαναγκασουσης

εἰσαναγκασον

εἰσαναγκασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσαναγκάσομαι

(나는) 묶어지겠다

εἰσαναγκάσει, εἰσαναγκάσῃ

(너는) 묶어지겠다

εἰσαναγκάσεται

(그는) 묶어지겠다

쌍수 εἰσαναγκάσεσθον

(너희 둘은) 묶어지겠다

εἰσαναγκάσεσθον

(그 둘은) 묶어지겠다

복수 εἰσαναγκασόμεθα

(우리는) 묶어지겠다

εἰσαναγκάσεσθε

(너희는) 묶어지겠다

εἰσαναγκάσονται

(그들은) 묶어지겠다

기원법단수 εἰσαναγκασοίμην

(나는) 묶어지겠기를 (바라다)

εἰσαναγκάσοιο

(너는) 묶어지겠기를 (바라다)

εἰσαναγκάσοιτο

(그는) 묶어지겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσαναγκάσοισθον

(너희 둘은) 묶어지겠기를 (바라다)

εἰσαναγκασοίσθην

(그 둘은) 묶어지겠기를 (바라다)

복수 εἰσαναγκασοίμεθα

(우리는) 묶어지겠기를 (바라다)

εἰσαναγκάσοισθε

(너희는) 묶어지겠기를 (바라다)

εἰσαναγκάσοιντο

(그들은) 묶어지겠기를 (바라다)

부정사 εἰσαναγκάσεσθαι

묶어질 것

분사 남성여성중성
εἰσαναγκασομενος

εἰσαναγκασομενου

εἰσαναγκασομενη

εἰσαναγκασομενης

εἰσαναγκασομενον

εἰσαναγκασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσήναγκαζον

(나는) 묶고 있었다

εἰσήναγκαζες

(너는) 묶고 있었다

εἰσήναγκαζεν*

(그는) 묶고 있었다

쌍수 εἰσηνᾶγκαζετον

(너희 둘은) 묶고 있었다

εἰσηνάγκαζετην

(그 둘은) 묶고 있었다

복수 εἰσηνᾶγκαζομεν

(우리는) 묶고 있었다

εἰσηνᾶγκαζετε

(너희는) 묶고 있었다

εἰσήναγκαζον

(그들은) 묶고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσηνάγκαζομην

(나는) 묶어지고 있었다

εἰσηνᾶγκαζου

(너는) 묶어지고 있었다

εἰσηνᾶγκαζετο

(그는) 묶어지고 있었다

쌍수 εἰσηνᾶγκαζεσθον

(너희 둘은) 묶어지고 있었다

εἰσηνάγκαζεσθην

(그 둘은) 묶어지고 있었다

복수 εἰσηνάγκαζομεθα

(우리는) 묶어지고 있었다

εἰσηνᾶγκαζεσθε

(너희는) 묶어지고 있었다

εἰσηνᾶγκαζοντο

(그들은) 묶어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 묶다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION