헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκλείω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκλείω ἐγκλείσω

형태분석: ἐγ (접두사) + κλεί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닫다, 감다, 감기다
  2. 가두다, 제한하다
  1. to shut in, close
  2. to shut or confine within
  3. to confine
  4. to shut oneself up in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκλείω

(나는) 닫는다

ἐγκλείεις

(너는) 닫는다

ἐγκλείει

(그는) 닫는다

쌍수 ἐγκλείετον

(너희 둘은) 닫는다

ἐγκλείετον

(그 둘은) 닫는다

복수 ἐγκλείομεν

(우리는) 닫는다

ἐγκλείετε

(너희는) 닫는다

ἐγκλείουσιν*

(그들은) 닫는다

접속법단수 ἐγκλείω

(나는) 닫자

ἐγκλείῃς

(너는) 닫자

ἐγκλείῃ

(그는) 닫자

쌍수 ἐγκλείητον

(너희 둘은) 닫자

ἐγκλείητον

(그 둘은) 닫자

복수 ἐγκλείωμεν

(우리는) 닫자

ἐγκλείητε

(너희는) 닫자

ἐγκλείωσιν*

(그들은) 닫자

기원법단수 ἐγκλείοιμι

(나는) 닫기를 (바라다)

ἐγκλείοις

(너는) 닫기를 (바라다)

ἐγκλείοι

(그는) 닫기를 (바라다)

쌍수 ἐγκλείοιτον

(너희 둘은) 닫기를 (바라다)

ἐγκλειοίτην

(그 둘은) 닫기를 (바라다)

복수 ἐγκλείοιμεν

(우리는) 닫기를 (바라다)

ἐγκλείοιτε

(너희는) 닫기를 (바라다)

ἐγκλείοιεν

(그들은) 닫기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκλείε

(너는) 닫아라

ἐγκλειέτω

(그는) 닫아라

쌍수 ἐγκλείετον

(너희 둘은) 닫아라

ἐγκλειέτων

(그 둘은) 닫아라

복수 ἐγκλείετε

(너희는) 닫아라

ἐγκλειόντων, ἐγκλειέτωσαν

(그들은) 닫아라

부정사 ἐγκλείειν

닫는 것

분사 남성여성중성
ἐγκλειων

ἐγκλειοντος

ἐγκλειουσα

ἐγκλειουσης

ἐγκλειον

ἐγκλειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκλείομαι

(나는) 닫힌다

ἐγκλείει, ἐγκλείῃ

(너는) 닫힌다

ἐγκλείεται

(그는) 닫힌다

쌍수 ἐγκλείεσθον

(너희 둘은) 닫힌다

ἐγκλείεσθον

(그 둘은) 닫힌다

복수 ἐγκλειόμεθα

(우리는) 닫힌다

ἐγκλείεσθε

(너희는) 닫힌다

ἐγκλείονται

(그들은) 닫힌다

접속법단수 ἐγκλείωμαι

(나는) 닫히자

ἐγκλείῃ

(너는) 닫히자

ἐγκλείηται

(그는) 닫히자

쌍수 ἐγκλείησθον

(너희 둘은) 닫히자

ἐγκλείησθον

(그 둘은) 닫히자

복수 ἐγκλειώμεθα

(우리는) 닫히자

ἐγκλείησθε

(너희는) 닫히자

ἐγκλείωνται

(그들은) 닫히자

기원법단수 ἐγκλειοίμην

(나는) 닫히기를 (바라다)

ἐγκλείοιο

(너는) 닫히기를 (바라다)

ἐγκλείοιτο

(그는) 닫히기를 (바라다)

쌍수 ἐγκλείοισθον

(너희 둘은) 닫히기를 (바라다)

ἐγκλειοίσθην

(그 둘은) 닫히기를 (바라다)

복수 ἐγκλειοίμεθα

(우리는) 닫히기를 (바라다)

ἐγκλείοισθε

(너희는) 닫히기를 (바라다)

ἐγκλείοιντο

(그들은) 닫히기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκλείου

(너는) 닫혀라

ἐγκλειέσθω

(그는) 닫혀라

쌍수 ἐγκλείεσθον

(너희 둘은) 닫혀라

ἐγκλειέσθων

(그 둘은) 닫혀라

복수 ἐγκλείεσθε

(너희는) 닫혀라

ἐγκλειέσθων, ἐγκλειέσθωσαν

(그들은) 닫혀라

부정사 ἐγκλείεσθαι

닫히는 것

분사 남성여성중성
ἐγκλειομενος

ἐγκλειομενου

ἐγκλειομενη

ἐγκλειομενης

ἐγκλειομενον

ἐγκλειομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνέκλειον

(나는) 닫고 있었다

ἐνέκλειες

(너는) 닫고 있었다

ἐνέκλειεν*

(그는) 닫고 있었다

쌍수 ἐνεκλείετον

(너희 둘은) 닫고 있었다

ἐνεκλειέτην

(그 둘은) 닫고 있었다

복수 ἐνεκλείομεν

(우리는) 닫고 있었다

ἐνεκλείετε

(너희는) 닫고 있었다

ἐνέκλειον

(그들은) 닫고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεκλειόμην

(나는) 닫히고 있었다

ἐνεκλείου

(너는) 닫히고 있었다

ἐνεκλείετο

(그는) 닫히고 있었다

쌍수 ἐνεκλείεσθον

(너희 둘은) 닫히고 있었다

ἐνεκλειέσθην

(그 둘은) 닫히고 있었다

복수 ἐνεκλειόμεθα

(우리는) 닫히고 있었다

ἐνεκλείεσθε

(너희는) 닫히고 있었다

ἐνεκλείοντο

(그들은) 닫히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοῖσ πολεμίοισ ἐπεκδραμὼν ἀσυντάκτοισ κατὰ τὸ προάστειον πλείστουσ μὲν ἀναιρεῖ, τρέπεται δὲ πάντασ καὶ τοὺσ μὲν εἰσ τὴν πόλιν, τοὺσ δὲ εἰσ τὸ ἱερόν, τοὺσ δὲ εἰσ τὸ ἔξω χαράκωμα ἐγκλείει. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 366:3)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 366:3)

유의어

  1. 닫다

  2. to shut or confine within

  3. 가두다

  4. to shut oneself up in

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION