헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκαινίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκαινίζω ἐγκαινίσω

형태분석: ἐγ (접두사) + καινίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 봉헌하다, 신성하게 하다, 바치다
  1. to renovate, consecrate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαινίζω

(나는) 봉헌한다

ἐγκαινίζεις

(너는) 봉헌한다

ἐγκαινίζει

(그는) 봉헌한다

쌍수 ἐγκαινίζετον

(너희 둘은) 봉헌한다

ἐγκαινίζετον

(그 둘은) 봉헌한다

복수 ἐγκαινίζομεν

(우리는) 봉헌한다

ἐγκαινίζετε

(너희는) 봉헌한다

ἐγκαινίζουσιν*

(그들은) 봉헌한다

접속법단수 ἐγκαινίζω

(나는) 봉헌하자

ἐγκαινίζῃς

(너는) 봉헌하자

ἐγκαινίζῃ

(그는) 봉헌하자

쌍수 ἐγκαινίζητον

(너희 둘은) 봉헌하자

ἐγκαινίζητον

(그 둘은) 봉헌하자

복수 ἐγκαινίζωμεν

(우리는) 봉헌하자

ἐγκαινίζητε

(너희는) 봉헌하자

ἐγκαινίζωσιν*

(그들은) 봉헌하자

기원법단수 ἐγκαινίζοιμι

(나는) 봉헌하기를 (바라다)

ἐγκαινίζοις

(너는) 봉헌하기를 (바라다)

ἐγκαινίζοι

(그는) 봉헌하기를 (바라다)

쌍수 ἐγκαινίζοιτον

(너희 둘은) 봉헌하기를 (바라다)

ἐγκαινιζοίτην

(그 둘은) 봉헌하기를 (바라다)

복수 ἐγκαινίζοιμεν

(우리는) 봉헌하기를 (바라다)

ἐγκαινίζοιτε

(너희는) 봉헌하기를 (바라다)

ἐγκαινίζοιεν

(그들은) 봉헌하기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκαίνιζε

(너는) 봉헌해라

ἐγκαινιζέτω

(그는) 봉헌해라

쌍수 ἐγκαινίζετον

(너희 둘은) 봉헌해라

ἐγκαινιζέτων

(그 둘은) 봉헌해라

복수 ἐγκαινίζετε

(너희는) 봉헌해라

ἐγκαινιζόντων, ἐγκαινιζέτωσαν

(그들은) 봉헌해라

부정사 ἐγκαινίζειν

봉헌하는 것

분사 남성여성중성
ἐγκαινιζων

ἐγκαινιζοντος

ἐγκαινιζουσα

ἐγκαινιζουσης

ἐγκαινιζον

ἐγκαινιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαινίζομαι

(나는) 봉헌된다

ἐγκαινίζει, ἐγκαινίζῃ

(너는) 봉헌된다

ἐγκαινίζεται

(그는) 봉헌된다

쌍수 ἐγκαινίζεσθον

(너희 둘은) 봉헌된다

ἐγκαινίζεσθον

(그 둘은) 봉헌된다

복수 ἐγκαινιζόμεθα

(우리는) 봉헌된다

ἐγκαινίζεσθε

(너희는) 봉헌된다

ἐγκαινίζονται

(그들은) 봉헌된다

접속법단수 ἐγκαινίζωμαι

(나는) 봉헌되자

ἐγκαινίζῃ

(너는) 봉헌되자

ἐγκαινίζηται

(그는) 봉헌되자

쌍수 ἐγκαινίζησθον

(너희 둘은) 봉헌되자

ἐγκαινίζησθον

(그 둘은) 봉헌되자

복수 ἐγκαινιζώμεθα

(우리는) 봉헌되자

ἐγκαινίζησθε

(너희는) 봉헌되자

ἐγκαινίζωνται

(그들은) 봉헌되자

기원법단수 ἐγκαινιζοίμην

(나는) 봉헌되기를 (바라다)

ἐγκαινίζοιο

(너는) 봉헌되기를 (바라다)

ἐγκαινίζοιτο

(그는) 봉헌되기를 (바라다)

쌍수 ἐγκαινίζοισθον

(너희 둘은) 봉헌되기를 (바라다)

ἐγκαινιζοίσθην

(그 둘은) 봉헌되기를 (바라다)

복수 ἐγκαινιζοίμεθα

(우리는) 봉헌되기를 (바라다)

ἐγκαινίζοισθε

(너희는) 봉헌되기를 (바라다)

ἐγκαινίζοιντο

(그들은) 봉헌되기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκαινίζου

(너는) 봉헌되어라

ἐγκαινιζέσθω

(그는) 봉헌되어라

쌍수 ἐγκαινίζεσθον

(너희 둘은) 봉헌되어라

ἐγκαινιζέσθων

(그 둘은) 봉헌되어라

복수 ἐγκαινίζεσθε

(너희는) 봉헌되어라

ἐγκαινιζέσθων, ἐγκαινιζέσθωσαν

(그들은) 봉헌되어라

부정사 ἐγκαινίζεσθαι

봉헌되는 것

분사 남성여성중성
ἐγκαινιζομενος

ἐγκαινιζομενου

ἐγκαινιζομενη

ἐγκαινιζομενης

ἐγκαινιζομενον

ἐγκαινιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεκαίνιζον

(나는) 봉헌하고 있었다

ἐνεκαίνιζες

(너는) 봉헌하고 있었다

ἐνεκαίνιζεν*

(그는) 봉헌하고 있었다

쌍수 ἐνεκαινίζετον

(너희 둘은) 봉헌하고 있었다

ἐνεκαινιζέτην

(그 둘은) 봉헌하고 있었다

복수 ἐνεκαινίζομεν

(우리는) 봉헌하고 있었다

ἐνεκαινίζετε

(너희는) 봉헌하고 있었다

ἐνεκαίνιζον

(그들은) 봉헌하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεκαινιζόμην

(나는) 봉헌되고 있었다

ἐνεκαινίζου

(너는) 봉헌되고 있었다

ἐνεκαινίζετο

(그는) 봉헌되고 있었다

쌍수 ἐνεκαινίζεσθον

(너희 둘은) 봉헌되고 있었다

ἐνεκαινιζέσθην

(그 둘은) 봉헌되고 있었다

복수 ἐνεκαινιζόμεθα

(우리는) 봉헌되고 있었다

ἐνεκαινίζεσθε

(너희는) 봉헌되고 있었다

ἐνεκαινίζοντο

(그들은) 봉헌되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 봉헌하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION