헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυστυχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δυστυχέω

형태분석: δυστυχέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: dustuxh/s

  1. to be unlucky, unhappy, unfortunate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δυστύχω

δυστύχεις

δυστύχει

쌍수 δυστύχειτον

δυστύχειτον

복수 δυστύχουμεν

δυστύχειτε

δυστύχουσιν*

접속법단수 δυστύχω

δυστύχῃς

δυστύχῃ

쌍수 δυστύχητον

δυστύχητον

복수 δυστύχωμεν

δυστύχητε

δυστύχωσιν*

기원법단수 δυστύχοιμι

δυστύχοις

δυστύχοι

쌍수 δυστύχοιτον

δυστυχοίτην

복수 δυστύχοιμεν

δυστύχοιτε

δυστύχοιεν

명령법단수 δυστῦχει

δυστυχεῖτω

쌍수 δυστύχειτον

δυστυχεῖτων

복수 δυστύχειτε

δυστυχοῦντων, δυστυχεῖτωσαν

부정사 δυστύχειν

분사 남성여성중성
δυστυχων

δυστυχουντος

δυστυχουσα

δυστυχουσης

δυστυχουν

δυστυχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δυστύχουμαι

δυστύχει, δυστύχῃ

δυστύχειται

쌍수 δυστύχεισθον

δυστύχεισθον

복수 δυστυχοῦμεθα

δυστύχεισθε

δυστύχουνται

접속법단수 δυστύχωμαι

δυστύχῃ

δυστύχηται

쌍수 δυστύχησθον

δυστύχησθον

복수 δυστυχώμεθα

δυστύχησθε

δυστύχωνται

기원법단수 δυστυχοίμην

δυστύχοιο

δυστύχοιτο

쌍수 δυστύχοισθον

δυστυχοίσθην

복수 δυστυχοίμεθα

δυστύχοισθε

δυστύχοιντο

명령법단수 δυστύχου

δυστυχεῖσθω

쌍수 δυστύχεισθον

δυστυχεῖσθων

복수 δυστύχεισθε

δυστυχεῖσθων, δυστυχεῖσθωσαν

부정사 δυστύχεισθαι

분사 남성여성중성
δυστυχουμενος

δυστυχουμενου

δυστυχουμενη

δυστυχουμενης

δυστυχουμενον

δυστυχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκεῖνο δὲ καινότερον νῦν δυστυχῶ, ὅτι ἔγκλημα μὲν ἴδιον οὐκ ἔχω, κινδυνεύω δὲ τιμωρίαν ὑποσχεῖν ὑπὲρ τῆσ τέχνησ εἰ μὴ πάντα δύναται πείθεσθαι τούτῳ κελεύοντι, οὗ τί γένοιτ’ ἂν ἀτοπώτερον, θεραπεύειν ἐκ προστάγματοσ, οὐκέθ’ ὡσ ἡ τέχνη δύναται, ἀλλ’ ὡσ ὁ πατὴρ βούλεται ; (Lucian, Abdicatus, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 1:2)

  • ὧδε πάντα δυστυχῶ. (Euripides, Hecuba, episode 5:27)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 5:27)

  • Ὅτι, ὦ Ἑρμῆ, δυστυχῶ ἐν τοῖσ ἐρωτικοῖσ. (Lucian, Dialogi deorum, 1:2)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:2)

  • ἐγὼ γὰρ οὐκ, εἰ δυστυχῶ, τοῦδ’ εἵνεκα θέλοιμ’ ἂν ὡσ πλείστοισι πημονὰσ τυχεῖν. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 3:6)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, anapests 3:6)

  • ὑμεῖσ δ’ ἃ φράζω δρᾶτε, καὶ τάχ’ ἄν μ’ ἴσωσ πύθοισθε, κεἰ νῦν δυστυχῶ, σεσωσμένον. (Sophocles, Ajax, episode26)

    (소포클레스, Ajax, episode26)

유의어

  1. to be unlucky

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION