- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δύσπνοια?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: dyspnoia 고전 발음: [] 신약 발음: [뉘아]

기본형: δύσπνοια δυσπνοίας

형태분석: δυσπνοι (어간) + α (어미)

어원: from δύσπνους

  1. 숨쉬기 힘듦, 숨이 차는 것, 숨이 딸림
  2. 바람을 거스르기
  1. difficulty breathing, shortness of breath
  2. contrary winds

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δύσπνοια

숨쉬기 힘듦이

δυσπνοία

숨쉬기 힘듦들이

δύσπνοιαι

숨쉬기 힘듦들이

속격 δυσπνοίας

숨쉬기 힘듦의

δυσπνοίαιν

숨쉬기 힘듦들의

δυσπνοιῶν

숨쉬기 힘듦들의

여격 δυσπνοίᾳ

숨쉬기 힘듦에게

δυσπνοίαιν

숨쉬기 힘듦들에게

δυσπνοίαις

숨쉬기 힘듦들에게

대격 δύσπνοιαν

숨쉬기 힘듦을

δυσπνοία

숨쉬기 힘듦들을

δυσπνοίας

숨쉬기 힘듦들을

호격 δύσπνοια

숨쉬기 힘듦아

δυσπνοία

숨쉬기 힘듦들아

δύσπνοιαι

숨쉬기 힘듦들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ μέντοι καὶ ἀναγκάζονται κατὰ τὸν μέγαν σπόνδυλον λορδὸν τὸν αὐχένα ἔχειν, ὡς μὴ προπετὴς ἐῄ αὐτέοισιν ἡ κεφαλή‧ στενοχωρίην μὲν οὖν πολλην τῇ φάρυγγι παρέχει καὶ τοῦτο, ἐς τὸ ἔσω Ῥέπον‧ καὶ γὰρ τοῖσιν ὀρθοῖσι φύσει δύσπνοιαν παρέχει τοῦτο τὸ ὀστέον, ἢν ἔσω Ῥέψῃ, ἔστ ἂν ἀναπιεχθῇ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 41.5)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 41.5)

  • Τὰ δὲ ταχύτερον αὐτέων καὶ βραδύτερον Ῥηγνύμενα τοισίδε γιγνώσκειν χρή‧ ἢν μὲν ὁ πόνος ἐν ἀρχῇσι γίγνηται, καὶ ἡ δύσπνοια καὶ ἡ βὴξ καὶ ὁ πτυαλισμὸς διατείνῃ, ἐς τὰς εἴκοσιν ἡμέρας προσδέχεσθαι τὴν Ῥῆξιν, ἢ καὶ ἔτι πρόσθεν‧ ἢν δὲ ἡσυχαίτερος ὁ πόνος ᾖ, καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον, τουτέοισι προσδέχεσθαι τὴν Ῥῆξιν ἐς ὕστερον‧ γίγνεσθαι δὲ ἀνάγκη καὶ πόνον καὶ δύσπνοιαν καὶ πτυαλισμὸν πρὸ τῆς τοῦ πύου Ῥήξιος. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., PROGNWSTIKON, 17.4)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., PROGNWSTIKON, 17.4)

  • ὁτὲ δὲ διὰ δύσπνοιαν πίπτουσι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 22:8)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 9 22:8)

  • τὰ δ ὑπὲρ τὸν τράχηλον καὶ τὰς ἀπὸ τῶν νώτων κατατάσεις καὶ τὸν ἀκριβούμενον ὀπισθότονον ἤδη τόνδε τρόπον ἰάσατο εὐθὺς, ἐπειδὴ τὴν δύσπνοιαν ἐξιάσατο. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:10)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 6:10)

유의어

  1. 바람을 거스르기

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION