헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δοκιμή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δοκιμή δοκιμῆς

형태분석: δοκιμ (어간) + η (어미)

어원: from do/kimos

  1. 재판, 테스트, 시험, 검사
  2. 성격, 자, 인격
  1. test, trial, examination
  2. The passing of a trial, character

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δοκιμή

재판이

δοκιμᾱ́

재판들이

δοκιμαί

재판들이

속격 δοκιμῆς

재판의

δοκιμαῖν

재판들의

δοκιμῶν

재판들의

여격 δοκιμῇ

재판에게

δοκιμαῖν

재판들에게

δοκιμαῖς

재판들에게

대격 δοκιμήν

재판을

δοκιμᾱ́

재판들을

δοκιμᾱ́ς

재판들을

호격 δοκιμή

재판아

δοκιμᾱ́

재판들아

δοκιμαί

재판들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί δέ, καὶ Ἀρίστιπποσ ὁ Κυρηναῖοσ οὐχὶ τῶν δοκίμων φαίνεταί σοι φιλοσόφων; (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 33:1)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 33:1)

  • Τιμοκλῆσ, ὦ Ἥρα, ὁ Στωϊκὸσ καὶ Δᾶμισ ὁ Ἐπικούρειοσ χθέσ, οὐκ οἶδα ὅθεν σφίσιν ἀρξαμένου τοῦ λόγου, προνοίασ πέρι διελεγέσθην παρόντων μάλα συχνῶν καὶ δοκίμων ἀνθρώπων, ὅπερ μάλιστα ἠνίασέ με· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 4:1)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 4:1)

  • καὶ γάρ τοι πάτρισ, ἃν ὡξ Ἐφύρασ κτίσσέ ποτ’ Ἀρχίασ νάσω Τρινακρίασ μύελον, ἄνδρων δοκίμων πόλιν. (Theocritus, Idylls, 6)

    (테오크리토스, Idylls, 6)

  • Καὶ ἐν τούτῳ Γλαύκιπποσ, ἀνὴρ τῶν δοκίμων ἐν Μιλήτῳ, ἐκπεμφθεὶσ παρὰ Ἀλέξανδρον παρὰ τοῦ δήμου τε καὶ τῶν ξένων τῶν μισθοφόρων, οἷσ μᾶλλόν τι ἐπετέτραπτο ἡ πόλισ τά τε τείχη ἔφη ἐθέλειν τοὺσ Μιλησίουσ καὶ τοὺσ λιμένασ παρέχειν κοινοὺσ Ἀλεξάνδρῳ καὶ Πέρσαισ καὶ τὴν πολιορκίαν ἐπὶ τούτοισ λύειν ἠξίου. (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 19 1:1)

    (아리아노스, Anabasis, book 1, chapter 19 1:1)

  • τί γὰρ ἄλλο ἢ δύναμιν δοκιμαστικήν τε καὶ διακριτικὴν τῶν δοκίμων τε καὶ ἀδοκίμων δραχμῶν; (Epictetus, Works, book 1, 7:3)

    (에픽테토스, Works, book 1, 7:3)

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION