헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δοκιμή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δοκιμή δοκιμῆς

형태분석: δοκιμ (어간) + η (어미)

어원: from do/kimos

  1. 재판, 테스트, 시험, 검사
  2. 성격, 자, 인격
  1. test, trial, examination
  2. The passing of a trial, character

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δοκιμή

재판이

δοκιμᾱ́

재판들이

δοκιμαί

재판들이

속격 δοκιμῆς

재판의

δοκιμαῖν

재판들의

δοκιμῶν

재판들의

여격 δοκιμῇ

재판에게

δοκιμαῖν

재판들에게

δοκιμαῖς

재판들에게

대격 δοκιμήν

재판을

δοκιμᾱ́

재판들을

δοκιμᾱ́ς

재판들을

호격 δοκιμή

재판아

δοκιμᾱ́

재판들아

δοκιμαί

재판들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶσ οὐ καταισχύνει. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 136:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 136:1)

  • εἰσ τοῦτο γὰρ καὶ ἔγραψα ἵνα γνῶ τὴν δοκιμὴν ὑμῶν, εἰ εἰσ πάντα ὑπήκοοί ἐστε. (PROS KORINQIOUS B, chapter 1 38:1)

    (PROS KORINQIOUS B, chapter 1 38:1)

  • ὅτι ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεωσ ἡ περισσεία τῆσ χαρᾶσ αὐτῶν καὶ ἡ κατὰ βάθουσ πτωχεία αὐτῶν ἐπερίσσευσεν εἰσ τὸ πλοῦτοσ τῆσ ἁπλότητοσ αὐτῶν· (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 21:1)

    (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 21:1)

  • προείρηκα καὶ προλέγω ὡσ παρὼν τὸ δεύτερον καὶ ἀπὼν νῦν τοῖσ προημαρτηκόσιν καὶ τοῖσ λοιποῖσ πᾶσιν, ὅτι ἐὰν ἔλθω εἰσ τὸ πάλιν οὐ φείσομαι, ἐπεὶ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ λαλοῦντοσ χριστοῦ· (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 142:1)

    (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 142:1)

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION