Ancient Greek-English Dictionary Language

διυπνίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διυπνίζω διυπνίσω

Structure: διυπνίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: u(/pnos

Sense

  1. to awake from sleep

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διυπνίζω διυπνίζεις διυπνίζει
Dual διυπνίζετον διυπνίζετον
Plural διυπνίζομεν διυπνίζετε διυπνίζουσιν*
SubjunctiveSingular διυπνίζω διυπνίζῃς διυπνίζῃ
Dual διυπνίζητον διυπνίζητον
Plural διυπνίζωμεν διυπνίζητε διυπνίζωσιν*
OptativeSingular διυπνίζοιμι διυπνίζοις διυπνίζοι
Dual διυπνίζοιτον διυπνιζοίτην
Plural διυπνίζοιμεν διυπνίζοιτε διυπνίζοιεν
ImperativeSingular διύπνιζε διυπνιζέτω
Dual διυπνίζετον διυπνιζέτων
Plural διυπνίζετε διυπνιζόντων, διυπνιζέτωσαν
Infinitive διυπνίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διυπνιζων διυπνιζοντος διυπνιζουσα διυπνιζουσης διυπνιζον διυπνιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διυπνίζομαι διυπνίζει, διυπνίζῃ διυπνίζεται
Dual διυπνίζεσθον διυπνίζεσθον
Plural διυπνιζόμεθα διυπνίζεσθε διυπνίζονται
SubjunctiveSingular διυπνίζωμαι διυπνίζῃ διυπνίζηται
Dual διυπνίζησθον διυπνίζησθον
Plural διυπνιζώμεθα διυπνίζησθε διυπνίζωνται
OptativeSingular διυπνιζοίμην διυπνίζοιο διυπνίζοιτο
Dual διυπνίζοισθον διυπνιζοίσθην
Plural διυπνιζοίμεθα διυπνίζοισθε διυπνίζοιντο
ImperativeSingular διυπνίζου διυπνιζέσθω
Dual διυπνίζεσθον διυπνιζέσθων
Plural διυπνίζεσθε διυπνιζέσθων, διυπνιζέσθωσαν
Infinitive διυπνίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διυπνιζομενος διυπνιζομενου διυπνιζομενη διυπνιζομενης διυπνιζομενον διυπνιζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to awake from sleep

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION