Ancient Greek-English Dictionary Language

διονομάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διονομάζω διονομάσω

Structure: δι (Prefix) + ὀνομάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to distinguish by a name
  2. to be widely known

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διονομάζω διονομάζεις διονομάζει
Dual διονομάζετον διονομάζετον
Plural διονομάζομεν διονομάζετε διονομάζουσιν*
SubjunctiveSingular διονομάζω διονομάζῃς διονομάζῃ
Dual διονομάζητον διονομάζητον
Plural διονομάζωμεν διονομάζητε διονομάζωσιν*
OptativeSingular διονομάζοιμι διονομάζοις διονομάζοι
Dual διονομάζοιτον διονομαζοίτην
Plural διονομάζοιμεν διονομάζοιτε διονομάζοιεν
ImperativeSingular διονόμαζε διονομαζέτω
Dual διονομάζετον διονομαζέτων
Plural διονομάζετε διονομαζόντων, διονομαζέτωσαν
Infinitive διονομάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διονομαζων διονομαζοντος διονομαζουσα διονομαζουσης διονομαζον διονομαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διονομάζομαι διονομάζει, διονομάζῃ διονομάζεται
Dual διονομάζεσθον διονομάζεσθον
Plural διονομαζόμεθα διονομάζεσθε διονομάζονται
SubjunctiveSingular διονομάζωμαι διονομάζῃ διονομάζηται
Dual διονομάζησθον διονομάζησθον
Plural διονομαζώμεθα διονομάζησθε διονομάζωνται
OptativeSingular διονομαζοίμην διονομάζοιο διονομάζοιτο
Dual διονομάζοισθον διονομαζοίσθην
Plural διονομαζοίμεθα διονομάζοισθε διονομάζοιντο
ImperativeSingular διονομάζου διονομαζέσθω
Dual διονομάζεσθον διονομαζέσθων
Plural διονομάζεσθε διονομαζέσθων, διονομαζέσθωσαν
Infinitive διονομάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διονομαζομενος διονομαζομενου διονομαζομενη διονομαζομενης διονομαζομενον διονομαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διονομάσω διονομάσεις διονομάσει
Dual διονομάσετον διονομάσετον
Plural διονομάσομεν διονομάσετε διονομάσουσιν*
OptativeSingular διονομάσοιμι διονομάσοις διονομάσοι
Dual διονομάσοιτον διονομασοίτην
Plural διονομάσοιμεν διονομάσοιτε διονομάσοιεν
Infinitive διονομάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διονομασων διονομασοντος διονομασουσα διονομασουσης διονομασον διονομασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διονομάσομαι διονομάσει, διονομάσῃ διονομάσεται
Dual διονομάσεσθον διονομάσεσθον
Plural διονομασόμεθα διονομάσεσθε διονομάσονται
OptativeSingular διονομασοίμην διονομάσοιο διονομάσοιτο
Dual διονομάσοισθον διονομασοίσθην
Plural διονομασοίμεθα διονομάσοισθε διονομάσοιντο
Infinitive διονομάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διονομασομενος διονομασομενου διονομασομενη διονομασομενης διονομασομενον διονομασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὸ δέ γε, ὦ πάντων ἀνδρειότατε, τάχ’ ἄν, εἴ που φρόνιμόν ἐστί τι ζῷον ἕτερον, οἱο͂ν δοκεῖ τὸ τῶν γεράνων, ἤ τι τοιοῦτον ἄλλο, ὃ κατὰ ταὐτὰ ἴσωσ διονομάζει καθάπερ καὶ σύ, γεράνουσ μὲν ἓν γένοσ ἀντιτιθὲν τοῖσ ἄλλοισ ζῴοισ καὶ σεμνῦνον αὐτὸ ἑαυτό, τὰ δὲ ἄλλα μετὰ τῶν ἀνθρώπων συλλαβὸν εἰσ ταὐτὸ οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἴσωσ θηρία προσείποι. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 40:2)

Synonyms

  1. to distinguish by a name

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION