Ancient Greek-English Dictionary Language

διασείω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διασείω διασείσω

Structure: δια (Prefix) + σεί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shake violently, to wag, to keep wagging
  2. to confound, throw into confusion
  3. to extort money from

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασείω διασείεις διασείει
Dual διασείετον διασείετον
Plural διασείομεν διασείετε διασείουσιν*
SubjunctiveSingular διασείω διασείῃς διασείῃ
Dual διασείητον διασείητον
Plural διασείωμεν διασείητε διασείωσιν*
OptativeSingular διασείοιμι διασείοις διασείοι
Dual διασείοιτον διασειοίτην
Plural διασείοιμεν διασείοιτε διασείοιεν
ImperativeSingular διασείε διασειέτω
Dual διασείετον διασειέτων
Plural διασείετε διασειόντων, διασειέτωσαν
Infinitive διασείειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διασειων διασειοντος διασειουσα διασειουσης διασειον διασειοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασείομαι διασείει, διασείῃ διασείεται
Dual διασείεσθον διασείεσθον
Plural διασειόμεθα διασείεσθε διασείονται
SubjunctiveSingular διασείωμαι διασείῃ διασείηται
Dual διασείησθον διασείησθον
Plural διασειώμεθα διασείησθε διασείωνται
OptativeSingular διασειοίμην διασείοιο διασείοιτο
Dual διασείοισθον διασειοίσθην
Plural διασειοίμεθα διασείοισθε διασείοιντο
ImperativeSingular διασείου διασειέσθω
Dual διασείεσθον διασειέσθων
Plural διασείεσθε διασειέσθων, διασειέσθωσαν
Infinitive διασείεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διασειομενος διασειομενου διασειομενη διασειομενης διασειομενον διασειομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ἔτυχε μέν, ὦ Σιμμία, μέμνησαι γάρ, ἄνω πρὸσ τὸ Σύμβολον Σωκράτησ καὶ τὴν οἰκίαν τὴν Ἀνδοκίδου βαδίζων ἅμα τι διερωτῶν καὶ διασείων τὸν Εὐθύφρονα μετὰ παιδιᾶσ. (Plutarch, De genio Socratis, section 10 1:6)
  • καὶ ὡσ περὶ Κρατύλου Αἰσχίνησ, ὅτι διασίζων, τοῖν χειροῖν διασείων· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 16 10:3)

Synonyms

  1. to shake violently

  2. to confound

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION