Ancient Greek-English Dictionary Language

διαρμόζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαρμόζω διαρμόσω

Structure: δι (Prefix) + ἁρμόζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to distribute in various places, dispose

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαρμόζω διαρμόζεις διαρμόζει
Dual διαρμόζετον διαρμόζετον
Plural διαρμόζομεν διαρμόζετε διαρμόζουσιν*
SubjunctiveSingular διαρμόζω διαρμόζῃς διαρμόζῃ
Dual διαρμόζητον διαρμόζητον
Plural διαρμόζωμεν διαρμόζητε διαρμόζωσιν*
OptativeSingular διαρμόζοιμι διαρμόζοις διαρμόζοι
Dual διαρμόζοιτον διαρμοζοίτην
Plural διαρμόζοιμεν διαρμόζοιτε διαρμόζοιεν
ImperativeSingular διάρμοζε διαρμοζέτω
Dual διαρμόζετον διαρμοζέτων
Plural διαρμόζετε διαρμοζόντων, διαρμοζέτωσαν
Infinitive διαρμόζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρμοζων διαρμοζοντος διαρμοζουσα διαρμοζουσης διαρμοζον διαρμοζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαρμόζομαι διαρμόζει, διαρμόζῃ διαρμόζεται
Dual διαρμόζεσθον διαρμόζεσθον
Plural διαρμοζόμεθα διαρμόζεσθε διαρμόζονται
SubjunctiveSingular διαρμόζωμαι διαρμόζῃ διαρμόζηται
Dual διαρμόζησθον διαρμόζησθον
Plural διαρμοζώμεθα διαρμόζησθε διαρμόζωνται
OptativeSingular διαρμοζοίμην διαρμόζοιο διαρμόζοιτο
Dual διαρμόζοισθον διαρμοζοίσθην
Plural διαρμοζοίμεθα διαρμόζοισθε διαρμόζοιντο
ImperativeSingular διαρμόζου διαρμοζέσθω
Dual διαρμόζεσθον διαρμοζέσθων
Plural διαρμόζεσθε διαρμοζέσθων, διαρμοζέσθωσαν
Infinitive διαρμόζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρμοζομενος διαρμοζομενου διαρμοζομενη διαρμοζομενης διαρμοζομενον διαρμοζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION