Ancient Greek-English Dictionary Language

διαθερμαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαθερμαίνω διαθερμανῶ

Structure: δια (Prefix) + θερμαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to warm through, to be heated

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαθερμαίνω διαθερμαίνεις διαθερμαίνει
Dual διαθερμαίνετον διαθερμαίνετον
Plural διαθερμαίνομεν διαθερμαίνετε διαθερμαίνουσιν*
SubjunctiveSingular διαθερμαίνω διαθερμαίνῃς διαθερμαίνῃ
Dual διαθερμαίνητον διαθερμαίνητον
Plural διαθερμαίνωμεν διαθερμαίνητε διαθερμαίνωσιν*
OptativeSingular διαθερμαίνοιμι διαθερμαίνοις διαθερμαίνοι
Dual διαθερμαίνοιτον διαθερμαινοίτην
Plural διαθερμαίνοιμεν διαθερμαίνοιτε διαθερμαίνοιεν
ImperativeSingular διαθέρμαινε διαθερμαινέτω
Dual διαθερμαίνετον διαθερμαινέτων
Plural διαθερμαίνετε διαθερμαινόντων, διαθερμαινέτωσαν
Infinitive διαθερμαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαθερμαινων διαθερμαινοντος διαθερμαινουσα διαθερμαινουσης διαθερμαινον διαθερμαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαθερμαίνομαι διαθερμαίνει, διαθερμαίνῃ διαθερμαίνεται
Dual διαθερμαίνεσθον διαθερμαίνεσθον
Plural διαθερμαινόμεθα διαθερμαίνεσθε διαθερμαίνονται
SubjunctiveSingular διαθερμαίνωμαι διαθερμαίνῃ διαθερμαίνηται
Dual διαθερμαίνησθον διαθερμαίνησθον
Plural διαθερμαινώμεθα διαθερμαίνησθε διαθερμαίνωνται
OptativeSingular διαθερμαινοίμην διαθερμαίνοιο διαθερμαίνοιτο
Dual διαθερμαίνοισθον διαθερμαινοίσθην
Plural διαθερμαινοίμεθα διαθερμαίνοισθε διαθερμαίνοιντο
ImperativeSingular διαθερμαίνου διαθερμαινέσθω
Dual διαθερμαίνεσθον διαθερμαινέσθων
Plural διαθερμαίνεσθε διαθερμαινέσθων, διαθερμαινέσθωσαν
Infinitive διαθερμαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαθερμαινομενος διαθερμαινομενου διαθερμαινομενη διαθερμαινομενης διαθερμαινομενον διαθερμαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τὸν Αἰσχύλον φασὶ τὰσ τραγῳδίασ πίνοντα ποιεῖν καὶ διαθερμαινόμενον. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 6:1)

Synonyms

  1. to warm through

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION