Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπορθμεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαπορθμεύω διαπορθμεύσω

Structure: δια (Prefix) + πορθμεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to carry over or across, to carry a message from one to another
  2. to translate, interpret
  3. to ply across

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπορθμεύω διαπορθμεύεις διαπορθμεύει
Dual διαπορθμεύετον διαπορθμεύετον
Plural διαπορθμεύομεν διαπορθμεύετε διαπορθμεύουσιν*
SubjunctiveSingular διαπορθμεύω διαπορθμεύῃς διαπορθμεύῃ
Dual διαπορθμεύητον διαπορθμεύητον
Plural διαπορθμεύωμεν διαπορθμεύητε διαπορθμεύωσιν*
OptativeSingular διαπορθμεύοιμι διαπορθμεύοις διαπορθμεύοι
Dual διαπορθμεύοιτον διαπορθμευοίτην
Plural διαπορθμεύοιμεν διαπορθμεύοιτε διαπορθμεύοιεν
ImperativeSingular διαπόρθμευε διαπορθμευέτω
Dual διαπορθμεύετον διαπορθμευέτων
Plural διαπορθμεύετε διαπορθμευόντων, διαπορθμευέτωσαν
Infinitive διαπορθμεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορθμευων διαπορθμευοντος διαπορθμευουσα διαπορθμευουσης διαπορθμευον διαπορθμευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπορθμεύομαι διαπορθμεύει, διαπορθμεύῃ διαπορθμεύεται
Dual διαπορθμεύεσθον διαπορθμεύεσθον
Plural διαπορθμευόμεθα διαπορθμεύεσθε διαπορθμεύονται
SubjunctiveSingular διαπορθμεύωμαι διαπορθμεύῃ διαπορθμεύηται
Dual διαπορθμεύησθον διαπορθμεύησθον
Plural διαπορθμευώμεθα διαπορθμεύησθε διαπορθμεύωνται
OptativeSingular διαπορθμευοίμην διαπορθμεύοιο διαπορθμεύοιτο
Dual διαπορθμεύοισθον διαπορθμευοίσθην
Plural διαπορθμευοίμεθα διαπορθμεύοισθε διαπορθμεύοιντο
ImperativeSingular διαπορθμεύου διαπορθμευέσθω
Dual διαπορθμεύεσθον διαπορθμευέσθων
Plural διαπορθμεύεσθε διαπορθμευέσθων, διαπορθμευέσθωσαν
Infinitive διαπορθμεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορθμευομενος διαπορθμευομενου διαπορθμευομενη διαπορθμευομενης διαπορθμευομενον διαπορθμευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπορθμεύσω διαπορθμεύσεις διαπορθμεύσει
Dual διαπορθμεύσετον διαπορθμεύσετον
Plural διαπορθμεύσομεν διαπορθμεύσετε διαπορθμεύσουσιν*
OptativeSingular διαπορθμεύσοιμι διαπορθμεύσοις διαπορθμεύσοι
Dual διαπορθμεύσοιτον διαπορθμευσοίτην
Plural διαπορθμεύσοιμεν διαπορθμεύσοιτε διαπορθμεύσοιεν
Infinitive διαπορθμεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορθμευσων διαπορθμευσοντος διαπορθμευσουσα διαπορθμευσουσης διαπορθμευσον διαπορθμευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπορθμεύσομαι διαπορθμεύσει, διαπορθμεύσῃ διαπορθμεύσεται
Dual διαπορθμεύσεσθον διαπορθμεύσεσθον
Plural διαπορθμευσόμεθα διαπορθμεύσεσθε διαπορθμεύσονται
OptativeSingular διαπορθμευσοίμην διαπορθμεύσοιο διαπορθμεύσοιτο
Dual διαπορθμεύσοισθον διαπορθμευσοίσθην
Plural διαπορθμευσοίμεθα διαπορθμεύσοισθε διαπορθμεύσοιντο
Infinitive διαπορθμεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορθμευσομενος διαπορθμευσομενου διαπορθμευσομενη διαπορθμευσομενης διαπορθμευσομενον διαπορθμευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐγὼ δὲ ὁπότε διεπόρθμευον αὐτὸν ἀποθανόντα, πολλὰ ῥαψῳδοῦντοσ ἀκούσασ ἐνίων ἔτι μέμνημαι· (Lucian, Contemplantes, (no name) 7:13)

Synonyms

  1. to carry over or across

  2. to translate

  3. to ply across

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION