διαπολεμέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαπολεμέω
διαπολεμήσω
Structure:
δια
(Prefix)
+
πολεμέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to carry the war through, end the war, to fight it out, will be at an end
- to carry on the war, continue it
- to spend some time at war
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἅμα δὲ τούτοισ πραττομένοισ κατὰ μὲν τὴν Ἰταλίαν Ῥωμαίων διαπολεμούντων τὸν πρὸσ Σαμνίτασ πόλεμον συνεχεῖσ ἐγίνοντο προνομαὶ τῆσ χώρασ καὶ πολιορκίαι πόλεων καὶ δυνάμεων ἐν ὑπαίθρῳ στρατοπεδεῖαι· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 101 1:1)
- καὶ γὰρ οὐ πολλοῖσ ἔτεσι πρότερον τῶν τε Κορινθίων καὶ τῶν Κερκυραίων διαπολεμούντων μὲν πρὸσ ἀλλήλουσ, φιλοτιμηθέντων δ’ ἀμφοτέρων συμμάχουσ λαβεῖν τοὺσ Ἀθηναίουσ, προέκρινεν ὁ δῆμοσ συμμαχεῖν τοῖσ Κερκυραίοισ διὰ τὸ τὴν Κέρκυραν εὐφυῶσ κεῖσθαι πρὸσ τὸν εἰσ Σικελίαν πλοῦν. (Diodorus Siculus, Library, book xii, chapter 53 10:1)
- οὐ μὴν τὰ πράγματά γε τῇ τῶν πολλῶν ὑπολήψει τέλοσ ἔσχεν ἀκόλουθον, ἀλλ’ εἰσ τοὐναντίον πάντα διὰ τὰσ τῶν διαπολεμούντων ὑπεροχὰσ μεταπεσεῖν συνέβη διὰ τοιαύτασ αἰτίασ. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 37 2:3)
- τῶνδ’ Ὀλυνθίων διαπολεμούντων πρὸσ Ἀμύνταν τὸν τῶν Μακεδόνων βασιλέα, Λακεδαιμόνιοι τὸν μὲν Φοιβίδαν ἀπέστησαν τῆσ ἡγεμονίασ, Εὐδαμίδαν δὲ τὸν ἀδελφὸν τοῦ Φοιβίδα κατέστησαν στρατηγόν. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 17 22:2)
- κατὰ δὲ τὴν Ἑλλάδα Χίων καὶ Ῥοδίων καὶ Κῴων, ἔτι δὲ Βυζαντίων διαπολεμούντων πρὸσ Ἀθηναίουσ τὸν συμμαχικὸν πόλεμον ἀμφότεροι μεγάλασ παρασκευὰσ ἐποιοῦντο, βουλόμενοι ναυμαχίᾳ κρῖναι τὸν πόλεμον. (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 20 9:1)
Synonyms
-
to carry on the war
- προσπολεμέω (to carry on war against, be at war with another)
-
to spend some time at war
Derived
- ἀποπολεμέω (to fight off from, from)
- ἐκπολεμέω (to excite to war, make hostile)
- καταπολεμέω (to war down, to exhaust by war, subdue completely)
- πολεμέω (to be at war or go to war, make war, with)
- προπολεμέω (to make war for or in defence of, the guards or defenders of a country, the body intended to act as guards)
- προσπολεμέω (to carry on war against, be at war with another)
- συμπολεμέω (to join in war, with)
- συνδιαπολεμέω (to carry on a war along with, which remained with, throughout the war)