διαπολεμέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαπολεμέω
διαπολεμήσω
Structure:
δια
(Prefix)
+
πολεμέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to carry the war through, end the war, to fight it out, will be at an end
- to carry on the war, continue it
- to spend some time at war
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Καῖσαρ δὲ τὸ τάχοσ καὶ τὸ μέγεθοσ τῆσ παρασκευῆσ ἀκούσασ ἐθορυβήθη, μὴ τοῦ θέρουσ ἐκείνου διαπολεμεῖν ἀναγκασθῇ. (Plutarch, Antony, chapter 58 1:1)
- οὐδὲ τὴν πεῖραν, ἣν ἐβούλετο λαβεῖν τοῦ πλήθουσ, εἰ ἔτι μένειν ἐβούλετο καὶ διαπολεμεῖν τοῦ Ἀχιλλέωσ μηνίοντοσ, οὐκ ἄλλωσ ἐπειράθη, πρὶν εἰσ τὴν βουλὴν πρῶτον εἰσήγγειλεν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 16:2)
- ἔπεμψε δὲ καὶ πρὸσ Εὐμενῆ, γράψασ ἐπιστολὴν ἐκ τοῦ τῶν βασιλέων ὀνόματοσ, ὅπωσ πρὸσ μὲν Ἀντίγονον μὴ διαλύσηται τὴν ἀλλοτριότητα, πρὸσ δὲ τοὺσ βασιλεῖσ ἀποκλίνασ εἴτε βούλεται καταντᾶν εἰσ Μακεδονίαν καὶ μετ’ αὐτοῦ κοινοπραγῶν ἐπιμελητὴσ εἶναι τῶν βασιλέων, εἴτε μᾶλλον προαιρεῖται μένειν ἐπὶ τῆσ Ἀσίασ καὶ λαβὼν δύναμιν καὶ χρήματα διαπολεμεῖν πρὸσ Ἀντίγονον, φανερῶσ ἤδη γεγενημένον ἀποστάτην τῶν βασιλέων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 57 3:1)
- ἀκούων δὲ περὶ τὴν Περραιβίαν προκαθῆσθαι Πολυπέρχοντα μετὰ στρατοπέδου Κάλλαν μὲν ἀπέστειλε στρατηγὸν μετὰ δυνάμεωσ, προστάξασ διαπολεμεῖν τοῖσ μετὰ Πολυπέρχοντοσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 35 3:1)
- τούτῳ δὲ συνετέτακτο συνθέσθαι φιλίαν πρὸσ Ἀλέξανδρον καὶ Πολυπέρχοντα καὶ ξενολογήσαντα τοὺσ ἱκανοὺσ διαπολεμεῖν Κασάνδρῳ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 57 5:2)
Synonyms
-
to carry on the war
- προσπολεμέω (to carry on war against, be at war with another)
-
to spend some time at war
Derived
- ἀποπολεμέω (to fight off from, from)
- ἐκπολεμέω (to excite to war, make hostile)
- καταπολεμέω (to war down, to exhaust by war, subdue completely)
- πολεμέω (to be at war or go to war, make war, with)
- προπολεμέω (to make war for or in defence of, the guards or defenders of a country, the body intended to act as guards)
- προσπολεμέω (to carry on war against, be at war with another)
- συμπολεμέω (to join in war, with)
- συνδιαπολεμέω (to carry on a war along with, which remained with, throughout the war)