Ancient Greek-English Dictionary Language

διακρέκω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διακρέκω διακρέξω

Structure: δια (Prefix) + κρέκ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to strike the strings

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακρέκω διακρέκεις διακρέκει
Dual διακρέκετον διακρέκετον
Plural διακρέκομεν διακρέκετε διακρέκουσιν*
SubjunctiveSingular διακρέκω διακρέκῃς διακρέκῃ
Dual διακρέκητον διακρέκητον
Plural διακρέκωμεν διακρέκητε διακρέκωσιν*
OptativeSingular διακρέκοιμι διακρέκοις διακρέκοι
Dual διακρέκοιτον διακρεκοίτην
Plural διακρέκοιμεν διακρέκοιτε διακρέκοιεν
ImperativeSingular διακρέκε διακρεκέτω
Dual διακρέκετον διακρεκέτων
Plural διακρέκετε διακρεκόντων, διακρεκέτωσαν
Infinitive διακρέκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διακρεκων διακρεκοντος διακρεκουσα διακρεκουσης διακρεκον διακρεκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακρέκομαι διακρέκει, διακρέκῃ διακρέκεται
Dual διακρέκεσθον διακρέκεσθον
Plural διακρεκόμεθα διακρέκεσθε διακρέκονται
SubjunctiveSingular διακρέκωμαι διακρέκῃ διακρέκηται
Dual διακρέκησθον διακρέκησθον
Plural διακρεκώμεθα διακρέκησθε διακρέκωνται
OptativeSingular διακρεκοίμην διακρέκοιο διακρέκοιτο
Dual διακρέκοισθον διακρεκοίσθην
Plural διακρεκοίμεθα διακρέκοισθε διακρέκοιντο
ImperativeSingular διακρέκου διακρεκέσθω
Dual διακρέκεσθον διακρεκέσθων
Plural διακρέκεσθε διακρεκέσθων, διακρεκέσθωσαν
Infinitive διακρέκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακρεκομενος διακρεκομενου διακρεκομενη διακρεκομενης διακρεκομενον διακρεκομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to strike the strings

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION