- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαιτάω?

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: diaitaō 고전 발음: [디아따오:] 신약 발음: [디애따오]

기본형: διαιτάω

형태분석: διαιτά (어간) + ω (인칭어미)

어원: Note the bizarre perfect

  1. 살다, 살아가다, 지내다, 생활하다
  2. 정하다, 결정하다, 판단하다
  1. to feed in a certain way, to diet
  2. to lead a certain course of life, to live, to live in the observance of
  3. to be arbiter or umpire
  4. to determine, decide

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαίτω

διαίτᾳς

διαίτᾳ

쌍수 διαίτατον

διαίτατον

복수 διαίτωμεν

διαίτατε

διαίτωσι(ν)

접속법단수 διαίτω

διαίτῃς

διαίτῃ

쌍수 διαίτητον

διαίτητον

복수 διαίτωμεν

διαίτητε

διαίτωσι(ν)

기원법단수 διαίτῳμι

διαίτῳς

διαίτῳ

쌍수 διαίτῳτον

διαιτῷτην

복수 διαίτῳμεν

διαίτῳτε

διαίτῳεν

명령법단수 διαῖτα

διαιτᾶτω

쌍수 διαίτατον

διαιτᾶτων

복수 διαίτατε

διαιτῶντων, διαιτᾶτωσαν

부정사 διαίταν

분사 남성여성중성
διαιτων

διαιτωντος

διαιτωσα

διαιτωσης

διαιτων

διαιτωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαίτωμαι

διαίτᾳ

διαίταται

쌍수 διαίτασθον

διαίτασθον

복수 διαιτῶμεθα

διαίτασθε

διαίτωνται

접속법단수 διαίτωμαι

διαίτῃ

διαίτηται

쌍수 διαίτησθον

διαίτησθον

복수 διαιτώμεθα

διαίτησθε

διαίτωνται

기원법단수 διαιτῷμην

διαίτῳο

διαίτῳτο

쌍수 διαίτῳσθον

διαιτῷσθην

복수 διαιτῷμεθα

διαίτῳσθε

διαίτῳντο

명령법단수 διαίτω

διαιτᾶσθω

쌍수 διαίτασθον

διαιτᾶσθων

복수 διαίτασθε

διαιτᾶσθων, διαιτᾶσθωσαν

부정사 διαίτασθαι

분사 남성여성중성
διαιτωμενος

διαιτωμενου

διαιτωμενη

διαιτωμενης

διαιτωμενον

διαιτωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 정하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION