고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: διαγωνίζομαι διαγωνιοῦμαι
형태분석: δι (접두사) + ἀγωνίζ (어간) + ομαι (인칭어미)
| 중간태/수동태 | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
| 직설법 | 단수 | διαγωνίζομαι (나는) 다툰다 |
διαγωνίζει, διαγωνίζῃ (너는) 다툰다 |
διαγωνίζεται (그는) 다툰다 |
| 쌍수 | διαγωνίζεσθον (너희 둘은) 다툰다 |
διαγωνίζεσθον (그 둘은) 다툰다 |
||
| 복수 | διαγωνιζόμεθα (우리는) 다툰다 |
διαγωνίζεσθε (너희는) 다툰다 |
διαγωνίζονται (그들은) 다툰다 |
|
| 접속법 | 단수 | διαγωνίζωμαι (나는) 다투자 |
διαγωνίζῃ (너는) 다투자 |
διαγωνίζηται (그는) 다투자 |
| 쌍수 | διαγωνίζησθον (너희 둘은) 다투자 |
διαγωνίζησθον (그 둘은) 다투자 |
||
| 복수 | διαγωνιζώμεθα (우리는) 다투자 |
διαγωνίζησθε (너희는) 다투자 |
διαγωνίζωνται (그들은) 다투자 |
|
| 기원법 | 단수 | διαγωνιζοίμην (나는) 다투기를 (바라다) |
διαγωνίζοιο (너는) 다투기를 (바라다) |
διαγωνίζοιτο (그는) 다투기를 (바라다) |
| 쌍수 | διαγωνίζοισθον (너희 둘은) 다투기를 (바라다) |
διαγωνιζοίσθην (그 둘은) 다투기를 (바라다) |
||
| 복수 | διαγωνιζοίμεθα (우리는) 다투기를 (바라다) |
διαγωνίζοισθε (너희는) 다투기를 (바라다) |
διαγωνίζοιντο (그들은) 다투기를 (바라다) |
|
| 명령법 | 단수 | διαγωνίζου (너는) 다투어라 |
διαγωνιζέσθω (그는) 다투어라 |
|
| 쌍수 | διαγωνίζεσθον (너희 둘은) 다투어라 |
διαγωνιζέσθων (그 둘은) 다투어라 |
||
| 복수 | διαγωνίζεσθε (너희는) 다투어라 |
διαγωνιζέσθων, διαγωνιζέσθωσαν (그들은) 다투어라 |
||
| 부정사 | διαγωνίζεσθαι 다투는 것 |
|||
| 분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
| διαγωνιζομενος διαγωνιζομενου | διαγωνιζομενη διαγωνιζομενης | διαγωνιζομενον διαγωνιζομενου | ||
| 중간태 | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
| 직설법 | 단수 | διαγωνίουμαι (나는) 다투겠다 |
διαγωνίει, διαγωνίῃ (너는) 다투겠다 |
διαγωνίειται (그는) 다투겠다 |
| 쌍수 | διαγωνίεισθον (너희 둘은) 다투겠다 |
διαγωνίεισθον (그 둘은) 다투겠다 |
||
| 복수 | διαγωνιοῦμεθα (우리는) 다투겠다 |
διαγωνίεισθε (너희는) 다투겠다 |
διαγωνίουνται (그들은) 다투겠다 |
|
| 기원법 | 단수 | διαγωνιοίμην (나는) 다투겠기를 (바라다) |
διαγωνίοιο (너는) 다투겠기를 (바라다) |
διαγωνίοιτο (그는) 다투겠기를 (바라다) |
| 쌍수 | διαγωνίοισθον (너희 둘은) 다투겠기를 (바라다) |
διαγωνιοίσθην (그 둘은) 다투겠기를 (바라다) |
||
| 복수 | διαγωνιοίμεθα (우리는) 다투겠기를 (바라다) |
διαγωνίοισθε (너희는) 다투겠기를 (바라다) |
διαγωνίοιντο (그들은) 다투겠기를 (바라다) |
|
| 부정사 | διαγωνίεισθαι 다툴 것 |
|||
| 분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
| διαγωνιουμενος διαγωνιουμενου | διαγωνιουμενη διαγωνιουμενης | διαγωνιουμενον διαγωνιουμενου | ||
| 중간태/수동태 | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
| 직설법 | 단수 | διηγώνιζομην (나는) 다투고 있었다 |
διηγῶνιζου (너는) 다투고 있었다 |
διηγῶνιζετο (그는) 다투고 있었다 |
| 쌍수 | διηγῶνιζεσθον (너희 둘은) 다투고 있었다 |
διηγώνιζεσθην (그 둘은) 다투고 있었다 |
||
| 복수 | διηγώνιζομεθα (우리는) 다투고 있었다 |
διηγῶνιζεσθε (너희는) 다투고 있었다 |
διηγῶνιζοντο (그들은) 다투고 있었다 |
|
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기