헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαγωνίζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαγωνίζομαι διαγωνιοῦμαι

형태분석: δι (접두사) + ἀγωνίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 다투다, 싸우다, 논쟁하다
  1. to contend, struggle or fight against
  2. to fight desperately, contend earnestly

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγωνίζομαι

(나는) 다툰다

διαγωνίζει, διαγωνίζῃ

(너는) 다툰다

διαγωνίζεται

(그는) 다툰다

쌍수 διαγωνίζεσθον

(너희 둘은) 다툰다

διαγωνίζεσθον

(그 둘은) 다툰다

복수 διαγωνιζόμεθα

(우리는) 다툰다

διαγωνίζεσθε

(너희는) 다툰다

διαγωνίζονται

(그들은) 다툰다

접속법단수 διαγωνίζωμαι

(나는) 다투자

διαγωνίζῃ

(너는) 다투자

διαγωνίζηται

(그는) 다투자

쌍수 διαγωνίζησθον

(너희 둘은) 다투자

διαγωνίζησθον

(그 둘은) 다투자

복수 διαγωνιζώμεθα

(우리는) 다투자

διαγωνίζησθε

(너희는) 다투자

διαγωνίζωνται

(그들은) 다투자

기원법단수 διαγωνιζοίμην

(나는) 다투기를 (바라다)

διαγωνίζοιο

(너는) 다투기를 (바라다)

διαγωνίζοιτο

(그는) 다투기를 (바라다)

쌍수 διαγωνίζοισθον

(너희 둘은) 다투기를 (바라다)

διαγωνιζοίσθην

(그 둘은) 다투기를 (바라다)

복수 διαγωνιζοίμεθα

(우리는) 다투기를 (바라다)

διαγωνίζοισθε

(너희는) 다투기를 (바라다)

διαγωνίζοιντο

(그들은) 다투기를 (바라다)

명령법단수 διαγωνίζου

(너는) 다투어라

διαγωνιζέσθω

(그는) 다투어라

쌍수 διαγωνίζεσθον

(너희 둘은) 다투어라

διαγωνιζέσθων

(그 둘은) 다투어라

복수 διαγωνίζεσθε

(너희는) 다투어라

διαγωνιζέσθων, διαγωνιζέσθωσαν

(그들은) 다투어라

부정사 διαγωνίζεσθαι

다투는 것

분사 남성여성중성
διαγωνιζομενος

διαγωνιζομενου

διαγωνιζομενη

διαγωνιζομενης

διαγωνιζομενον

διαγωνιζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγωνίουμαι

(나는) 다투겠다

διαγωνίει, διαγωνίῃ

(너는) 다투겠다

διαγωνίειται

(그는) 다투겠다

쌍수 διαγωνίεισθον

(너희 둘은) 다투겠다

διαγωνίεισθον

(그 둘은) 다투겠다

복수 διαγωνιοῦμεθα

(우리는) 다투겠다

διαγωνίεισθε

(너희는) 다투겠다

διαγωνίουνται

(그들은) 다투겠다

기원법단수 διαγωνιοίμην

(나는) 다투겠기를 (바라다)

διαγωνίοιο

(너는) 다투겠기를 (바라다)

διαγωνίοιτο

(그는) 다투겠기를 (바라다)

쌍수 διαγωνίοισθον

(너희 둘은) 다투겠기를 (바라다)

διαγωνιοίσθην

(그 둘은) 다투겠기를 (바라다)

복수 διαγωνιοίμεθα

(우리는) 다투겠기를 (바라다)

διαγωνίοισθε

(너희는) 다투겠기를 (바라다)

διαγωνίοιντο

(그들은) 다투겠기를 (바라다)

부정사 διαγωνίεισθαι

다툴 것

분사 남성여성중성
διαγωνιουμενος

διαγωνιουμενου

διαγωνιουμενη

διαγωνιουμενης

διαγωνιουμενον

διαγωνιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διηγώνιζομην

(나는) 다투고 있었다

διηγῶνιζου

(너는) 다투고 있었다

διηγῶνιζετο

(그는) 다투고 있었다

쌍수 διηγῶνιζεσθον

(너희 둘은) 다투고 있었다

διηγώνιζεσθην

(그 둘은) 다투고 있었다

복수 διηγώνιζομεθα

(우리는) 다투고 있었다

διηγῶνιζεσθε

(너희는) 다투고 있었다

διηγῶνιζοντο

(그들은) 다투고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πῶσ ὑμεῖσ οὐχ ὁμολογουμένωσ, ὅταν ταῦτα διαπράττησθε, τῶν ἐν τῇ ἠπείρῳ ἁπάντων ἀφεστήκατε, καὶ ἐπιδείκνυτε ἅπασιν ἀνθρώποισ ὅτι οὐδὲ περὶ ἑνὸσ αὐτῷ διαγωνιεῖσθε, εἴγε περὶ τῶν ἐν τῇ θαλάττῃ, οὗ φατὲ ἰσχύειν, μὴ διαγωνιεῖσθε, ἀλλὰ δικάσεσθε; (Demosthenes, Speeches, 11:1)

    (데모스테네스, Speeches, 11:1)

  • καὶ ὑπὲρ μειζόνων δὲ ἢ Ιοὐδαῖοι διαγωνιεῖσθε· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 570:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 570:1)

유의어

  1. 다투다

  2. to fight desperately

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION