헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαγίγνομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαγίγνομαι διαγενήσομαι

형태분석: δια (접두사) + γίγν (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 살아가다, 살다, 살아남다, 지나가다, 지나치다, 지나다, 쓰다, 겪다
  2. 사이를 파내다, 조정하다, 화해시키다
  1. to go through, pass, to go through life, survive, live, to continue in, he never did anything
  2. to be between, intervene

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγίγνομαι

(나는) 살아간다

διαγίγνει, διαγίγνῃ

(너는) 살아간다

διαγίγνεται

(그는) 살아간다

쌍수 διαγίγνεσθον

(너희 둘은) 살아간다

διαγίγνεσθον

(그 둘은) 살아간다

복수 διαγιγνόμεθα

(우리는) 살아간다

διαγίγνεσθε

(너희는) 살아간다

διαγίγνονται

(그들은) 살아간다

접속법단수 διαγίγνωμαι

(나는) 살아가자

διαγίγνῃ

(너는) 살아가자

διαγίγνηται

(그는) 살아가자

쌍수 διαγίγνησθον

(너희 둘은) 살아가자

διαγίγνησθον

(그 둘은) 살아가자

복수 διαγιγνώμεθα

(우리는) 살아가자

διαγίγνησθε

(너희는) 살아가자

διαγίγνωνται

(그들은) 살아가자

기원법단수 διαγιγνοίμην

(나는) 살아가기를 (바라다)

διαγίγνοιο

(너는) 살아가기를 (바라다)

διαγίγνοιτο

(그는) 살아가기를 (바라다)

쌍수 διαγίγνοισθον

(너희 둘은) 살아가기를 (바라다)

διαγιγνοίσθην

(그 둘은) 살아가기를 (바라다)

복수 διαγιγνοίμεθα

(우리는) 살아가기를 (바라다)

διαγίγνοισθε

(너희는) 살아가기를 (바라다)

διαγίγνοιντο

(그들은) 살아가기를 (바라다)

명령법단수 διαγίγνου

(너는) 살아가라

διαγιγνέσθω

(그는) 살아가라

쌍수 διαγίγνεσθον

(너희 둘은) 살아가라

διαγιγνέσθων

(그 둘은) 살아가라

복수 διαγίγνεσθε

(너희는) 살아가라

διαγιγνέσθων, διαγιγνέσθωσαν

(그들은) 살아가라

부정사 διαγίγνεσθαι

살아가는 것

분사 남성여성중성
διαγιγνομενος

διαγιγνομενου

διαγιγνομενη

διαγιγνομενης

διαγιγνομενον

διαγιγνομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγενήσομαι

(나는) 살아가겠다

διαγενήσει, διαγενήσῃ

(너는) 살아가겠다

διαγενήσεται

(그는) 살아가겠다

쌍수 διαγενήσεσθον

(너희 둘은) 살아가겠다

διαγενήσεσθον

(그 둘은) 살아가겠다

복수 διαγενησόμεθα

(우리는) 살아가겠다

διαγενήσεσθε

(너희는) 살아가겠다

διαγενήσονται

(그들은) 살아가겠다

기원법단수 διαγενησοίμην

(나는) 살아가겠기를 (바라다)

διαγενήσοιο

(너는) 살아가겠기를 (바라다)

διαγενήσοιτο

(그는) 살아가겠기를 (바라다)

쌍수 διαγενήσοισθον

(너희 둘은) 살아가겠기를 (바라다)

διαγενησοίσθην

(그 둘은) 살아가겠기를 (바라다)

복수 διαγενησοίμεθα

(우리는) 살아가겠기를 (바라다)

διαγενήσοισθε

(너희는) 살아가겠기를 (바라다)

διαγενήσοιντο

(그들은) 살아가겠기를 (바라다)

부정사 διαγενήσεσθαι

살아갈 것

분사 남성여성중성
διαγενησομενος

διαγενησομενου

διαγενησομενη

διαγενησομενης

διαγενησομενον

διαγενησομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεγιγνόμην

(나는) 살아가고 있었다

διεγίγνου

(너는) 살아가고 있었다

διεγίγνετο

(그는) 살아가고 있었다

쌍수 διεγίγνεσθον

(너희 둘은) 살아가고 있었다

διεγιγνέσθην

(그 둘은) 살아가고 있었다

복수 διεγιγνόμεθα

(우리는) 살아가고 있었다

διεγίγνεσθε

(너희는) 살아가고 있었다

διεγίγνοντο

(그들은) 살아가고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἔστι δὲ καὶ πᾶν τὸ ὀστέον τῆσ κεφαλῆσ, πλὴν κάρτα ὀλίγου τοῦ τε ἀνωτάτου καὶ τοῦ κατωτάτου, σπόγγῳ ὅμοιον‧ καὶ ἔχει τὸ ὀστέον ἐν ἑωυτῷ ὁκοῖα σαρκία πολλὰ καὶ ὑγρὰ, καὶ εἴ τισ αὐτὰ διατρίβοι τοῖσι δακτύλοισιν, αἷμα ἂν διαγίγνοιτο ἐξ αὐτέων. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 1.8)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 1.8)

  • ἐκεῖνοι τοίνυν καὶ ἀγχινοίᾳ καὶ συνέσει καὶ τοῖσ ἄλλοισ ἀγαθοῖσ τῶν ἁπανταχῆ πάντων κρατοῦντεσ καὶ πᾶσαν πολιτικῆσ ἀρετῆσ ἐπιστήμην ἐν τῇ ψυχῇ φέροντεσ, μᾶλλον δ’ αὐτὸ τοῦτο ψυχὴ τῶν πραγμάτων καὶ δοκοῦντεσ καὶ ὄντεσ, οὐ μόνον ὅπωσ ἑαυτῆσ ἀξίωσ ἡ πόλισ εὖ πράττοι καὶ διαγίγνοιτο, ἀλλ’ ὅπωσ καὶ τῶν παρὰ τῆσ τύχησ εὐποιιῶν μειζόνων ἀεὶ διὰ πάντων πειρῷτο, τοῦτ’ ἔχοντεσ προὔργου, αὐτοί τε πάνθ’ ὑπὲρ αὐτῆσ καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν ᾤοντο χρῆναι, μηδὲν τῶν ὅσα πρὸσ εὐδαιμονίαν τοῦ κοινοῦ φέρει μηδ’ ὁπωστιοῦν παριέντεσ, τούσ τε πρὸσ αὐτὴν ὁτιοῦν ἀγαθὸν διαπραξαμένουσ, καὶ πολίτασ λέγω καὶ ξένουσ, καὶ γενομένουσ τοῖσ πράγμασιν ἐν καιρῷ, ὁμοῦ μὲν ἀμειβόμενοι τῆσ σπουδῆσ, ὁμοῦ δὲ καὶ πρὸσ τὸ μέλλον καὶ αὐτοὺσ καὶ τοὺσ ἄλλουσ ἐπὶ τὰ ἴσα καὶ μείζω παρακαλοῦντεσ, μεγίσταισ ὅτι μάλιστα καὶ φιλοτιμοτάταισ ἐδωροῦντο τουτουσὶ ταῖσ τιμαῖσ, τοῦτο μὲν χαλκοῦσ ἐπ’ ἀγορᾶσ ἱστάντεσ, τοῦτο δὲ παρέδρουσ τοῖσ ἐν ἀκροπόλει θεοῖσ καθιστάντεσ, τοὺσ δὲ μεγάλων καὶ θαυμαστῶν καὶ τῶν αὐτῶν τοῖσ θεοῖσ ἀξιοῦντεσ τῶν προσρημάτων, ἔστι δ’ οἷσ καὶ χρήματα ὅτι πλεῖστα διδόντεσ· (Aristides, Aelius, Orationes, 22:8)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 22:8)

유의어

  1. 사이를 파내다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION