헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαδικάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαδικάζω διαδικάσω

형태분석: δια (접두사) + δικάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 결정하다, 결정짓다, 정하다
  2. 가지다, 먹다, 소유하다, 쥐다
  1. to give judgment in a case, to decide
  2. to go to law, to have, settled by
  3. to submit oneself to trial

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδικάζω

(나는) 결정한다

διαδικάζεις

(너는) 결정한다

διαδικάζει

(그는) 결정한다

쌍수 διαδικάζετον

(너희 둘은) 결정한다

διαδικάζετον

(그 둘은) 결정한다

복수 διαδικάζομεν

(우리는) 결정한다

διαδικάζετε

(너희는) 결정한다

διαδικάζουσιν*

(그들은) 결정한다

접속법단수 διαδικάζω

(나는) 결정하자

διαδικάζῃς

(너는) 결정하자

διαδικάζῃ

(그는) 결정하자

쌍수 διαδικάζητον

(너희 둘은) 결정하자

διαδικάζητον

(그 둘은) 결정하자

복수 διαδικάζωμεν

(우리는) 결정하자

διαδικάζητε

(너희는) 결정하자

διαδικάζωσιν*

(그들은) 결정하자

기원법단수 διαδικάζοιμι

(나는) 결정하기를 (바라다)

διαδικάζοις

(너는) 결정하기를 (바라다)

διαδικάζοι

(그는) 결정하기를 (바라다)

쌍수 διαδικάζοιτον

(너희 둘은) 결정하기를 (바라다)

διαδικαζοίτην

(그 둘은) 결정하기를 (바라다)

복수 διαδικάζοιμεν

(우리는) 결정하기를 (바라다)

διαδικάζοιτε

(너희는) 결정하기를 (바라다)

διαδικάζοιεν

(그들은) 결정하기를 (바라다)

명령법단수 διαδίκαζε

(너는) 결정해라

διαδικαζέτω

(그는) 결정해라

쌍수 διαδικάζετον

(너희 둘은) 결정해라

διαδικαζέτων

(그 둘은) 결정해라

복수 διαδικάζετε

(너희는) 결정해라

διαδικαζόντων, διαδικαζέτωσαν

(그들은) 결정해라

부정사 διαδικάζειν

결정하는 것

분사 남성여성중성
διαδικαζων

διαδικαζοντος

διαδικαζουσα

διαδικαζουσης

διαδικαζον

διαδικαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδικάζομαι

(나는) 결정된다

διαδικάζει, διαδικάζῃ

(너는) 결정된다

διαδικάζεται

(그는) 결정된다

쌍수 διαδικάζεσθον

(너희 둘은) 결정된다

διαδικάζεσθον

(그 둘은) 결정된다

복수 διαδικαζόμεθα

(우리는) 결정된다

διαδικάζεσθε

(너희는) 결정된다

διαδικάζονται

(그들은) 결정된다

접속법단수 διαδικάζωμαι

(나는) 결정되자

διαδικάζῃ

(너는) 결정되자

διαδικάζηται

(그는) 결정되자

쌍수 διαδικάζησθον

(너희 둘은) 결정되자

διαδικάζησθον

(그 둘은) 결정되자

복수 διαδικαζώμεθα

(우리는) 결정되자

διαδικάζησθε

(너희는) 결정되자

διαδικάζωνται

(그들은) 결정되자

기원법단수 διαδικαζοίμην

(나는) 결정되기를 (바라다)

διαδικάζοιο

(너는) 결정되기를 (바라다)

διαδικάζοιτο

(그는) 결정되기를 (바라다)

쌍수 διαδικάζοισθον

(너희 둘은) 결정되기를 (바라다)

διαδικαζοίσθην

(그 둘은) 결정되기를 (바라다)

복수 διαδικαζοίμεθα

(우리는) 결정되기를 (바라다)

διαδικάζοισθε

(너희는) 결정되기를 (바라다)

διαδικάζοιντο

(그들은) 결정되기를 (바라다)

명령법단수 διαδικάζου

(너는) 결정되어라

διαδικαζέσθω

(그는) 결정되어라

쌍수 διαδικάζεσθον

(너희 둘은) 결정되어라

διαδικαζέσθων

(그 둘은) 결정되어라

복수 διαδικάζεσθε

(너희는) 결정되어라

διαδικαζέσθων, διαδικαζέσθωσαν

(그들은) 결정되어라

부정사 διαδικάζεσθαι

결정되는 것

분사 남성여성중성
διαδικαζομενος

διαδικαζομενου

διαδικαζομενη

διαδικαζομενης

διαδικαζομενον

διαδικαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδικάσω

(나는) 결정하겠다

διαδικάσεις

(너는) 결정하겠다

διαδικάσει

(그는) 결정하겠다

쌍수 διαδικάσετον

(너희 둘은) 결정하겠다

διαδικάσετον

(그 둘은) 결정하겠다

복수 διαδικάσομεν

(우리는) 결정하겠다

διαδικάσετε

(너희는) 결정하겠다

διαδικάσουσιν*

(그들은) 결정하겠다

기원법단수 διαδικάσοιμι

(나는) 결정하겠기를 (바라다)

διαδικάσοις

(너는) 결정하겠기를 (바라다)

διαδικάσοι

(그는) 결정하겠기를 (바라다)

쌍수 διαδικάσοιτον

(너희 둘은) 결정하겠기를 (바라다)

διαδικασοίτην

(그 둘은) 결정하겠기를 (바라다)

복수 διαδικάσοιμεν

(우리는) 결정하겠기를 (바라다)

διαδικάσοιτε

(너희는) 결정하겠기를 (바라다)

διαδικάσοιεν

(그들은) 결정하겠기를 (바라다)

부정사 διαδικάσειν

결정할 것

분사 남성여성중성
διαδικασων

διαδικασοντος

διαδικασουσα

διαδικασουσης

διαδικασον

διαδικασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδικάσομαι

(나는) 결정되겠다

διαδικάσει, διαδικάσῃ

(너는) 결정되겠다

διαδικάσεται

(그는) 결정되겠다

쌍수 διαδικάσεσθον

(너희 둘은) 결정되겠다

διαδικάσεσθον

(그 둘은) 결정되겠다

복수 διαδικασόμεθα

(우리는) 결정되겠다

διαδικάσεσθε

(너희는) 결정되겠다

διαδικάσονται

(그들은) 결정되겠다

기원법단수 διαδικασοίμην

(나는) 결정되겠기를 (바라다)

διαδικάσοιο

(너는) 결정되겠기를 (바라다)

διαδικάσοιτο

(그는) 결정되겠기를 (바라다)

쌍수 διαδικάσοισθον

(너희 둘은) 결정되겠기를 (바라다)

διαδικασοίσθην

(그 둘은) 결정되겠기를 (바라다)

복수 διαδικασοίμεθα

(우리는) 결정되겠기를 (바라다)

διαδικάσοισθε

(너희는) 결정되겠기를 (바라다)

διαδικάσοιντο

(그들은) 결정되겠기를 (바라다)

부정사 διαδικάσεσθαι

결정될 것

분사 남성여성중성
διαδικασομενος

διαδικασομενου

διαδικασομενη

διαδικασομενης

διαδικασομενον

διαδικασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεδίκαζον

(나는) 결정하고 있었다

διεδίκαζες

(너는) 결정하고 있었다

διεδίκαζεν*

(그는) 결정하고 있었다

쌍수 διεδικάζετον

(너희 둘은) 결정하고 있었다

διεδικαζέτην

(그 둘은) 결정하고 있었다

복수 διεδικάζομεν

(우리는) 결정하고 있었다

διεδικάζετε

(너희는) 결정하고 있었다

διεδίκαζον

(그들은) 결정하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεδικαζόμην

(나는) 결정되고 있었다

διεδικάζου

(너는) 결정되고 있었다

διεδικάζετο

(그는) 결정되고 있었다

쌍수 διεδικάζεσθον

(너희 둘은) 결정되고 있었다

διεδικαζέσθην

(그 둘은) 결정되고 있었다

복수 διεδικαζόμεθα

(우리는) 결정되고 있었다

διεδικάζεσθε

(너희는) 결정되고 있었다

διεδικάζοντο

(그들은) 결정되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 결정하다

  2. to submit oneself to trial

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION